Άλλη μία… Κερκόπορτα για τη λαϊκή κατοικία των «κόκκινων» δανειοληπτών ανοίγει σε 20 ημέρες. Παύει από 1ης Ιανουαρίου η ισχύς της προστατευτικής διάταξης για τη μεταβίβαση των δανείων πρώτης κατοικίας με αντικειμενική αξία έως 140.000 ευρώ σε funds. Τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, που έχουν... βαφτιστεί και «γεράκια» από τους ειδικούς οικονομολόγους και την κοινή γνώμη, θα έχουν τη δυνατότητα να αποκτούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας σε ακίνητα έως την προαναφερόμενη αξία. Τις συμβάσεις αυτές ουσιαστικά οι τράπεζες θα μπορούν να τις μεταβιβάζουν είτε αναθέτοντας τη διαχείρισή τους είτε πουλώντας τα έναντι χαμηλότερου τιμήματος. Από εκεί και πέρα, τα νοικοκυριά θα έχουν να αντιμετωπίσουν τα funds ως προς την εξυπηρέτηση του δανείου τους, αναφέρει το parapolitika.gr...
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Επένδυσης», η κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης δεν διαπραγματεύθηκε με τους «θεσμούς», για την ακρίβεια ούτε καν έβαλε το θέμα της παράτασης της προστασίας των δανείων πρώτης κατοικίας αξίας έως 140.000 ευρώ από τη μεταβίβαση σε funds. Ετσι, ανοίγει ο δρόμος στις τράπεζες μετά την πώληση «κόκκινων» επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων να προχωρήσουν στην παραχώρηση και εκείνων που έχουν συνάψει κατά κύριο λόγο μικρομεσαίες οικογένειες για την απόκτηση της κύριας στέγης τους.
Συνεπώς, οι χαμηλόμισθοι δανειολήπτες και κυρίως όσοι αδυνατούν να είναι συνεπείς στις δόσεις τους και η σύμβασή τους μεταβιβαστεί σε fund βρίσκονται ενώπιον μιας νέας πραγματικότητας. Δεν θα έρχονται αντιμέτωποι με εισπρακτικές εταιρείες ή το αντίστοιχο τμήμα της τράπεζας, αλλά με μια εταιρεία οι πρακτικές της οποίας δεν έχουν δοκιμαστεί στην ελληνική αγορά.
Τα funds, με βάση τον νόμο 4389/2016 και τις μετέπειτα κανονιστικές διατάξεις της Τράπεζας της Ελλάδος, θα πρέπει πληρούν σειρά όρων και προϋποθέσεων προκειμένου να δραστηριοποιηθούν στην ελληνική αγορά. Οι διατάξεις αυτές ορίζουν το καθεστώς λειτουργίας των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) και των Εταιρειών Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ). Αυτές έχουν το δικαίωμα να διαχειρίζονται έναντι των τραπεζών ή να αγοράζουν από εκείνες χαρτοφυλάκια δανείων.
Κυβερνητικές πηγές σχολιάζουν στην «Επένδυση» πως η προστασία της κύριας κατοικίας για το προαναφερόμενο μεταβατικό στάδιο κρίθηκε αναγκαία μέχρι να προετοιμαστεί το αυστηρό πλαίσιο δραστηριοποίησης των συγκεκριμένων εταιρειών. «Από τη στιγμή που αυτό έχει στηθεί» συνεχίζουν «δεν υπάρχει λόγος να παραταθεί η εξαίρεση από τη μεταβίβαση των δανείων πρώτης κατοικίας με αξία έως 140.000 ευρώ».
Επίσης, οι ίδιοι αρμόδιοι παράγοντες υποστηρίζουν ότι τα κριτήρια και προϋποθέσεις που έχουν τεθεί σε εφαρμογή δεν επιτρέπουν τη δραστηριοποίηση επιθετικών funds με άγνωστους μετόχους και έδρα σε χώρες με προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Ετσι, αυτές οι εταιρείες θα πρέπει μεταξύ άλλων είτε να έχουν έδρα στην Ελλάδα ή, εφόσον αυτή είναι σε χώρα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, θα πρέπει να έχουν υποκατάστημα στη χώρα μας.
Η μεταβίβαση των δανείων από τράπεζες στις προαναφερόμενες εταιρείες γίνεται μόνο κατόπιν γραπτών συμφωνιών. Επιπλέον, τα funds θα πρέπει να υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, που τα αδειοδοτεί, το καταστατικό και το επιχειρηματικό πλάνο της εταιρείας, την ταυτότητα των φυσικών και νομικών προσώπων που ασκούν άμεσο ή έμμεσο έλεγχο, αλλά και να διατηρούν ανά πάσα στιγμή στο μετοχικό κεφάλαιο καταβληθέν ποσό 100.000 ευρώ.
Η νομοθεσία προβλέπει και δικλίδες ασφαλείας για τους δανειολήπτες. Σύμφωνα με τις διατάξεις, αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των τραπεζών από μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε 12 μήνες πριν από την προσφορά να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής, σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013).
Ακόμη, ορίζεται ότι στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου. Σε περίπτωση που μεταβιβάζεται απαίτηση από εξυπηρετούμενο δάνειο ή πίστωση, για την εξυπηρέτηση του οποίου έχει συμφωνηθεί κυμαινόμενο επιτόκιο, ο εκδοχέας δεν επιτρέπεται να προσδιορίσει περιθώριο επιπλέον του επιτοκίου αναφοράς.