Αρκετό δρόμο έχει ακόμη μπροστά της η οικονομία της Ελλάδας, αφού μπορεί κάποια νούμερα να βελτιώνονται, αλλά η ανάκαμψη εμποδίζεται από την υψηλή φορολογία, και ο μετασχηματισμός της ακόμη καθυστερεί.
Το στίγμα αυτό θα δίνει το μηνιαίο δελτίο του ΣΕΒ, που ναι μεν θα μιλά για βελτίωση δεικτών, και επιχειρηματικών προσδοκιών, ωστόσο θα λέει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η Ελλάδα αδυνατεί να κάνει το αναπτυξιακό «άλμα», δίχως το οποίο δεν πρόκειται να ξεφύγει από τη μεταμνημονιακή μιζέρια.
Σχολιάζοντας την πορεία της οικονομίας στο πρώτο μήνα μετά τα μνημόνια, ο ΣΕΒ θα μιλά για την υπερφορολόγηση, που μαζί με την ακριβή τραπεζική χρηματοδότηση και την υψηλή ανεργία, είναι τα τρία μεγαλύτερα προβλήματα που μας κληροδότησαν τα μνημόνια, και ούτε λίγο ούτε πολύ, θα στέλνει το μήνυμα ότι δεν θα πρέπει να αναμένονται θετικές εκπλήξεις για τη πορεία της οικονομίας, εφόσον δεν αλλάξει κάτι δραματικά.
Στην πράξη αυτό που λέει ο ΣΕΒ, είναι ό,τι και οι περισσότεροι αναλυτές: Η Ελλάδα, παραμένει σε μια δύσκολη ισορροπία, με τους δείκτες σε επενδύσεις και ανεργία, να μην λένε να βελτιωθούν, εν μέσω μάλιστα αυξανόμενων ομολογιακών αποδόσεων και διεθνούς αβεβαιότητας.
Στο μέτωπο της εργασίας για παράδειγμα, τα νέα στοιχεία της Eurostat, τοποθετούν την Ελλάδα στη τελευταία θέση ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης σχετικά με τη διαθεσιμότητα των θέσεων εργασίας.
Η Ελλάδα συγκεντρώνει το χαμηλότερο ποσοστό (0,7%) διαθέσιμων θέσεων εργασίας στην Ευρωζώνη κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό στο σύνολο της Ένωσης ήταν τριπλάσιο (2,1%).
Αν μη τι άλλο, αυτό δείχνει ότι πολλοί άνεργοι στην Ελλάδα δεν έχουν την πολυτέλεια της επιλογής εργασίας, για αυτό και δέχονται την ανάληψη καθηκόντων που είτε δεν ταιριάζουν στα προσόντα τους, είτε δεν τους ικανοποιούν μισθολογικά. Δυσοίωνες επομένως είναι οι εκτιμήσεις για δυνατότητα δημιουργίας πολλών νέων καλών θέσεων πλήρους απασχόλησης, και ενώ ποσοστό ανεργίας αγγίζει το 19%, δηλαδή το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο μέτωπο των επενδύσεων, σήμερα είναι 20,6 δισ. ευρώ, δηλαδή λιγότερες από τις μισές απ’ όσες ήταν το 2009 (43,5 δισ. ευρώ). Προκειμένου να ξαναφθάσουν οι επενδύσεις στα 40 δισ. ευρώ ετησίως και σε σύντομο χρονικό διάστημα, με δεδομένη την περιορισμένη εθνική αποταμίευση των 20 δισ., απαιτούνται ισόποσα κεφάλαια από το εξωτερικό.
Αν οι επενδύσεις στηρίζονται μόνο στην εγχώρια αποταμίευση, αυτές δεν πρόκειται να αυξηθούν με τα βήματα που απαιτούνται προκειμένου να ξεφύγει η οικονομία από τη μεταμνημονιακή μιζέρια.