«Η Ελλάδα σήμερα επιβάλλει φόρους «Σκανδιναβίας» χωρίς όμως να προσφέρει και αντίστοιχες υπηρεσίες».
Τα παραπάνω τονίζει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) στο εβδομαδιαίο του δελτίο, εξηγώντας ότι η χώρα μας είναι πρωταθλήτρια στους φόρους και ουραγός στην παροχή δημοσίων αγαθών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ, στη χώρα μας υπάρχει η υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση, ως ποσοστό του ΑΕΠ σε φόρους και της εισφορές από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τα συνολικά έσοδα να είναι κατά 4 π.μ. ψηλότερα. Την ίδια ώρα και παρά την υπερφορολόγηση, το κράτος δεν έχει χρήματα να λειτουργήσει.
Ο ΣΕΒ αναφέρεται και στην πρόσφατη έκθεση του υπουργείου Οικονομικών, που δείχνει ότι η παραοικονομία ανέρχεται στα 35 δισ. Ευρώ, γεγονός που « κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη εξορθολογισμού των φόρων και εντατικοποίησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής».
«Εφικτή η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης»
Σύμφωνα με το δελτίο, αν και στο ζήτημα των μισθολογικών δαπανών είμαστε κοντά στο μέσο όρο της Ευρώπης των 28, «υπάρχουν πολύ πιο αναπτυγμένες χώρες από την Ελλάδα (Βρετανία, Ολλανδία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία) που έχουν μικρότερες δαπάνες μισθοδοσίας ως ποσοστό του ΑΕΠ, διαθέτουν καλύτερους μισθούς και πιο παραγωγικό Δημόσιο».
Σε αυτό το πλαίσιο, οι συντάκτες του δελτίου προτείνουν να σκεφτούμε «πώς μπορεί να αυξηθεί η παραγωγικότητα του κράτους, με την εισαγωγή νέων μεθόδων και τεχνολογιών, όπως κάνουν όλες οι επιχειρήσεις του κόσμου, καθώς και πολλές άλλες κυβερνήσεις».
Με βάση τις εκτιμήσεις, οι συντάκτες του δελτίου θεωρούν ότι «μεσοπρόθεσμα, υπολογίζεται ότι είναι εφικτή μια μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης κατά 2 έως 2,5 π.μ. του ΑΕΠ, στο πλαίσιο συνδυασμένων δράσεων που αφορούν όχι μόνο στην μείωση των φορολογικών συντελεστών, αλλά και την ενίσχυση και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, τη διατήρηση καλού οικονομικού κλίματος και της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης σε υψηλό επίπεδο, την αποτελεσματική πάταξη της φοροδιαφυγής, και, τέλος, τη μείωση των δαπανών λειτουργίας του κράτους μέσω αύξησης της παραγωγικότητας μεσοπρόθεσμα».
Η επισκόπηση του Εβδομαδιαίου Δελτίου του ΣΕΒ αναφέρει τα εξής:
«Οι δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας δημιουργούν μεσομακροπρόθεσμα αδιέξοδα στην αναπτυξιακή και δημογραφική δυναμική της οικονομίας. Με άλλα λόγια, η αναγκαία δημοσιονομική πειθαρχία με το συγκεκριμένο μείγμα φόρων και δαπανών περιορίζει τις επιλογές της χώρας να αντιμετωπίσει με τις κατάλληλες αναπτυξιακές πολιτικές τις προκλήσεις της μεγάλης αποεπένδυσης και της γήρανσης του πληθυσμού.
Ήδη έχουμε υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση, ως ποσοστό του ΑΕΠ, και σε φόρους και σε εισφορές, από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τα συνολικά μας έσοδα να είναι κατά 4 π.μ. περίπου υψηλότερα. Αν και μαζεύουμε περισσότερα έσοδα, γιατί έχουμε να πληρώσουμε 1,2 π.μ. παραπάνω σε τόκους, 3,5 π.μ. παραπάνω σε συντάξεις και κοινωνικές παροχές σε χρήμα, και 2 π.μ. παραπάνω σε μισθούς, ξοδεύουμε πολύ λιγότερα (5 π.μ. λιγότερα) απ’ ό,τι η μέση ευρωπαϊκή χώρα, σε μη μισθολογικές δαπάνες για την παροχή των δημοσίων αγαθών παιδείας, υγείας, άμυνας, τάξης και ασφάλειας, δικαστήρια, εφορίες, τελωνεία, συντήρηση γεφυρών, δρόμων, λεωφορείων, κ.ο.κ. Ο πραγματικός δείκτης ευημερίας όμως μιας χώρας έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την ποιότητα και την ποσότητα των δημόσιων αγαθών που παρέχει στους πολίτες της. Όταν υπερφορολογείς την εργασία και τις επιχειρήσεις χωρίς να επιστρέφεις αντίστοιχου επιπέδου δημόσια αγαθά, δημιουργείται μια μη βιώσιμη σχέση μεταξύ οικονομίας, πολιτών και κράτους.
Η Ελλάδα σήμερα επιβάλλει φόρους «Σκανδιναβίας» χωρίς όμως να προσφέρει και αντίστοιχες υπηρεσίες. Η δημόσια παραδοχή δε του Υπουργείου Οικονομικών σε πρόσφατη σχετική έκθεσή του ότι το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα ανέρχεται σε ~35 δις ευρώ (!) κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη εξορθολογισμού των φόρων και εντατικοποίησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Όσον αφορά στις μισθολογικές δαπάνες λειτουργίας του κράτους, ενώ grosso modo είμαστε περίπου στον μέσο όρο της ΕΕ-28 (βλ. κείμενο), υπάρχουν πολύ πιο αναπτυγμένες χώρες από την Ελλάδα (Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία) που έχουν μικρότερες δαπάνες μισθοδοσίας ως ποσοστό του ΑΕΠ, διαθέτουν καλύτερους μισθούς και πιο παραγωγικό Δημόσιο. Στην πλευρά των δαπανών, λοιπόν, καλό θα ήταν να σκεφτούμε πώς μπορεί να αυξηθεί η παραγωγικότητα του κράτους, με την εισαγωγή νέων μεθόδων και τεχνολογιών, όπως κάνουν όλες οι επιχειρήσεις του κόσμου, καθώς και πολλές άλλες κυβερνήσεις. Μεσοπρόθεσμα, υπολογίζεται ότι είναι εφικτή μια μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης κατά 2 έως 2,5 π.μ. του ΑΕΠ, στο πλαίσιο συνδυασμένων δράσεων που αφορούν όχι μόνο στην μείωση των φορολογικών συντελεστών, αλλά και την ενίσχυση και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, τη διατήρηση καλού οικονομικού κλίματος και της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης σε υψηλό επίπεδο, την αποτελεσματική πάταξη της φοροδιαφυγής, και, τέλος, τη μείωση των δαπανών λειτουργίας του κράτους μέσω αύξησης της παραγωγικότητας μεσοπρόθεσμα.
Πιο αισιόδοξο βραχυπρόθεσμα και πιο απαισιόδοξο μεσοπρόθεσμα εμφανίζεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για την Ελλάδα. Ανάπτυξη +2,4% το 2019 και +1,2% το 2023 προβλέπει το ΔΝΤ, έναντι +1,8% και +1,9% αντιστοίχως τον Απρίλιο του 2018. Για την παγκόσμια οικονομία, το ΔΝΤ υποβάθμισε τις προβλέψεις του στο +3,7% για το 2018 και το 2019 (έναντι +3,9% και για τα δύο έτη σύμφωνα με την έκθεση του Απριλίου του 2018), λόγω της επιβράδυνσης του παγκόσμιου εμπορίου, της βιομηχανικής παραγωγής και των επενδύσεων. Οι παράγοντες αυτοί είναι πολύ πιθανό να επηρεάσουν την ελληνική βιομηχανική παραγωγή, η οποία παρουσιάζει ήδη σημάδια επιβράδυνσης (-0,7% στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών τον Αύγουστο του 2018) και τις εξαγωγές, οι οποίες μέχρι και τον Αύγουστο του 2018 κινούνται δυναμικά (+12,5% σε αξία και +11% σε όγκο το διάστημα Ιαν – Αυγ 2018). Την ίδια ώρα, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών παρουσίασε αύξηση το 2017 (+1,6%) για πρώτη φορά από το 2008, ακολουθώντας τη βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και την ενίσχυση της απασχόλησης και των αμοιβών ανά μισθωτό (+2,1% και +0,1% αντίστοιχα το 2017).
Από την άλλη πλευρά, το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης τον Αύγουστο παραμένει ισχυρό, παρά τη συγκυριακή μείωση στα έσοδα από φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων και την ενίσχυση των δαπανών για παροχές και μισθοδοσία του δημοσίου. Τέλος, καλωσορίζουμε την αυξανόμενη δραστηριότητα βεβαίωσης φόρων και προστίμων που αντιστοιχούν στις αναφορές για αδικήματα φοροδιαφυγής από την ΑΑΔΕ προς την Αρχή Καταπολέμησης και Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες».