Ορατός είναι ο κίνδυνος για να ληφθούν νέα μέτρα λιτότητας καθώς ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας προετοιμάζεται να αφήσει στην επόμενη κυβέρνηση άδεια ταμεία τινάζοντας έτσι προκαταβολικά στον αέρα τον προϋπολογισμό τόσο του 2019 όσο και του 2020.
Τα νέα αυτά μέτρα θα πρέπει να καλύψουν την υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα που έχει συμφωνήσει η Ελλάδα και ειδικότερα η κυβέρνηση Τσίπρα με τους θεσμούς.
Το πακέτο μέτρων της διετίας 2019 – 2020 κατά τους υπολογισμούς της Κομισιόν μπορεί να φτάσει αθροιστικά ακόμα και τα 5,8 δισ. ευρώ, ανοίγοντας μαύρη τρύπα στα πρωτογενή πλεονάσματα και απειλώντας τόσο τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους όσο και τις προσπάθειες αυτόνομης χρηματοδότησης από τις αγορές.
Η Κομισιόν προειδοποίησε χθες μέσω της έκθεσης ενισχυμένης εποπτείας για το ενδεχόμενο δημοσιονομικού εκτροχιασμού, ο αντιπρόεδρος Β. Ντομπρόβσκις διαμήνυσε ότι το πακέτο Τσίπρα κοστίζει πολλά και κινείται σε λάθος κατεύθυνση, ο Πιερ Μοσκοβισί ανέδειξε τις καθυστερήσεις σχεδόν στο σύνολο των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, τονίζοντας πως υπάρχουν κίνδυνοι σε σχέση με τα συμφωνηθέντα.
Οι θεσμοί, λοιπόν, έχουν έντονες διαφωνίες σχετικά με το αν θα επιτευχθεί το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019.
Αυτό εκτιμάται ότι θα παρασύρει τις προβλέψεις και για τα επόμενα έτη. Βέβαια, αυτές οι διαφωνίες έχουν διατυπωθεί προς το παρόν από τους τεχνοκράτες της Κομισιόν και μένει να πάρουν θέση και οι πολιτικοί κάτι που αναμένεται να συμβεί στο Eurogroup.
Μάλιστα, σε μια προσπάθεια να προκαλέσει φόβο, ο Αλέξης Τσίπρας το πρωί της Πέμπτης έθεσε το νέο δίλημμα των εθνικών εκλογών στις 7 Ιουλίου, κινδυνολογώντας ότι «το παλιό κατεστημένο» θέτει ζήτημα απολύσεων συμβασιούχων και προειδοποιώντας ότι, αν ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει τις εκλογές, υπάρχει κίνδυνος να ξαναγυρίσουμε στις πολιτικές των μνημονίων, ξεχνώντας ότι ο ίδιος εφάρμοσε την σκληρότερη λιτότητα.
Όντας σε απόγνωση τόσο από το ηχηρό μήνυμα των πολιτών για αλλαγή σελίδας στη χώρα όσο και από το «χαστούκι» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική Οικονομία, ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε ότι η ψήφος του λάου άνοιξε την όρεξη στους δανειστές της χώρας και ότι τώρα εξετάζουν νέα προγράμματα λιτότητας για τη χώρα, στρεφόμενος για ακόμη μια φορά κατά του λαού για τις επιλογές του.
«Μια βδομάδα πριν τις ευρωεκλογές, έχοντας πλήρη επίγνωση του ρίσκου που αναλαμβάνω, είπα την πλήρη αλήθεια στον ελληνικό λαό: Ότι η ψήφος του στις ευρωεκλογές έχει χαρακτήρα εμπιστοσύνης στα μέτρα στήριξης και ελάφρυνσης» δήλωσε ο κ. Τσίπρας.
«Σήμερα όλα όσα είπα τότε επιβεβαιώνονται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο» τόνισε ο πρωθυπουργός, συμπληρώνοντας ότι «αποτέλεσμα των ευρωεκλογών άνοιξε την όρεξη τόσο στο παλιό πολιτικό κατεστημένο στην Ελλάδα και σε ακραίους, συντηρητικούς κύκλους στις Βρυξέλλες να αμφισβητήσουν τις πολίτικες μας επιλογές, να φέρουν προσκόμματα στο σχέδιο μας».
«Σήμερα έφτασαν στο σημείο να θέσουν ακόμα και ζήτημα απολύσεων συμβασιούχων στον δημόσιο τομέα» πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας, συμπληρώνοντας ότι είχαν να εγείρουν τέτοιο ζήτημα από το 2014.
Η τακτική του πρωθυπουργού να προχωρήσει σε παροχές κάθε είδους, την παραμονή των εκλογών, ήταν μια άλλη, επικαιροποιημένη εκδοχή του «Τσοβόλα δώστα όλα».
Μια τακτική που απειλεί όμως να θέσει σε κίνδυνο, όλα όσα έχει καταφέρει η ελληνική οικονομία και οι Έλληνες φορολογούμενοι τα τελευταία χρόνια, επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, και να οδηγήσει στην λήψη νέων μέτρων λιτότητας τους επόμενους μήνες.
Το δημοσιονομικό κόστος των πρόσθετων παροχών Τσίπρα για το επόμενο έτος εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 2 δισ. ευρώ.
Η διατήρηση του αφορολόγητου ορίου έχει δημοσιονομικό κόστος 1,9 δισ. ευρώ, το οποίο όμως μηδενίζεται υπό την προϋπόθεση ότι θα καταργηθούν παράλληλα και τα αντίμετρα που έχουν ήδη ψηφιστεί, συνολικού κόστους 1,9 δισ. ευρώ.
Σε αυτά περιλαμβάνονται η μείωση του κατώτατου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% στο 20%, η κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για τα εισοδήματα έως 30.000 ευρώ, η περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ.
Ο λογαριασμός του πακέτου Τσίπρα για τις εξαγγελίες που αφορούν το 2020 κυμαίνεται από 2 έως 2,5 δισ. ευρώ, ενώ αν συνυπολογισθεί και το κόστος από τις νέες προσλήψεις που εξαγγέλθηκαν, μεγαλώνει ακόμη περισσότερο.