Οι καλές σχέσεις της χώρας με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τις ΗΠΑ και την Γαλλία ενισχύουν την παρουσία της στην ΝΑ Μεσόγειο και αναβαθμίζουν και τον ρόλο της Κύπρου.
Η σχέσεις Ελλάδος–Κύπρου–Ισραήλ βαίνει βελτιουμένη οσημέραι εις τους τομείς της ενεργείας, της ασφαλείας, της αντιτρομοκρατικής δράσεως και των τομέων της οικονομίας, του πολιτισμού και της πολιτικής συνεργασίας.
Του Ιωάννη Θ. Μάζη*
Δηλαδή εις όλον το πλέγμα των τεσσάρων γεωπολιτικών πυλώνων της κρατικής ισχύος. Ενεπλουτίσθη μάλιστα και με την συμμετοχή της Αιγύπτου του προέδρου Αλ Σίσι. Μιας Αιγύπτου η οποία εξελίσσεται ταχύτατα σε τεραστία διεθνή ενεργειακή δύναμη, δυναμένη να τροφοδοτήσει με φυσικό αέριο την ΕΕ, σε συνεργασία με τους τρεις προαναφερθέντες εθνικοκρατικούς δρώντες, δια μία, τουλάχιστον, πεντηκονταετία.
Το ανωτέρω γεωστρατηγικόν τοπίον εξυπηρετεί απολύτως την Δύσιν εις τον τομέα της ενεργειακής ασφαλείας, διότι
1) ο υπό προγραμματισμόν διάδρομος Εast Med δεν επηρεάζεται από ρωσική προβολή ισχύος αλλά ούτε και από ιρανικήν τοιαύτην και
2) ανατρέπει τους κινδύνους τους προκύπτοντες από την εργώδη προσπάθεια της ισλαμο-εθνικοσοσιαλιστικής Αγκύρας να διασυνδέσει το διασπασθέν σουνιτικό ριζοσπαστικό κίνημα (DAESH, Al Nousra, Jamaat al Islamiyia, HAMAS, κ.τ.λ.) με το αντίστοιχον τεχερανικό σηιτικό (Ηezb’ allah) και τους Ιρανούς Φρουρούς της Επαναστάσεως.
Προσπάθεια άκρως αποσταθεροποιητική για το σύνολον του διεθνούς περιβάλλοντος ασφαλείας, εις την οποίαν γίνεται χρήσις μιας «θυγατρικής» της Μουσουλμανικής Αδελφότητος, της οργανώσεως «Αλ Ντάουα/Η Κλήση» διά την σύγκλισιν μεταξύ των δύο ισλαμιστικών τάσεων.
Το δίπολον της σημερινής Ουάσιγκτον με την Ιερουσαλήμ αντιλαμβάνεται τον προαναφερθέντα αναθεωρητικόν ρόλον της «αδελφομουσουλμανικής» τουρκικής κυβερνήσεως
1) ως υπαρξιακόν κίνδυνον διά την ισραηλινήν εθνικήν ασφάλειαν
2) το αυτόν διά την αιγυπτιακήν εθνικήν ασφάλειαν, τον κλειδόλιθον της μεσανατολικής ασφαλείας και συνεπώς
3) την ασφάλειαν των πετρομοναρχιών του Κόλπου, αλλά και
4) ως μεγίστη απειλή για την δυτική απεξάρτηση από την ιρανο-ρωσικήν ενεργειακήν επιρροήν επί των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Κατά την κρίσιμον αυτήν συγκυρίαν όπου προβλέπεται ένας «θερμός Οκτώβριος 2018» εις τας προθέσεις της Αγκύρας, εντοπιζόμενος εις την κυπριακήν ΑΟΖ, δύο είναι οι πειστικές διά τον κ. Ερντογάν απαντήσεις ενεργειακής ασφαλείας της Δύσεως: η ισχυρά αμερικανική και η γαλλική αερο-ναυτική παρουσία στην περιοχή.
Η γαλλική παρουσία με εξασφάλιση διευκολύνσεων, όπως αυτές προβλέπονται από την προχθεσινή Συμφωνία Γαλλίας–Κυπριακής Δημοκρατίας οφείλει να προεκταθεί και να εμβαθυνθεί σε ζητήματα συμπαραγωγής υψηλού επιπέδου αμυντικού λογισμικού και δορυφορικής συνεργασίας μεταξύ Παρισίων και Λευκωσίας.
Η Λευκωσία δύναται ομού μετά των ΗΠΑ και της Γαλλίας να αποτελέσει το κέντρον των ψηφιακών υποθαλασσίων και δορυφορικών επικοινωνιών μεταξύ της ΕΕ–ΗΠΑ και Ευρυτέρας Μέσης Ανατολής, όπως και αναπτύξεως αντιστοίχου αμυντικής τεχνολογίας και γεωπληροφορικών εργαλείων διεθνούς χρησιμότητος και εμβελείας.
Εις αυτό το γεωπολιτικόν σύμπλοκον υπάρχει πεδίον δόξης λαμπρόν και για την Ελλάδα. Αρκεί να προχωρήσει σε δύο κινήσεις:
α) να ενθαρρύνει τον κ. Αναστασιάδη διά την υποβολή αιτήσεως προς εισδοχήν της Κύπρου εις το ΝΑΤΟ, με αμερικανική, όμως, υποστήριξη και με παράλληλη πολιτικο-διπλωματική συσχέτιση με την αντίστοιχη διαδικασία διά την ΠΓΔΜ και
β) να εμβαθύνει και να επεκτείνει την συνεργασία της με την Γαλλία στους προαναφερθέντες τομείς. Άλλωστε οι σχέσεις Παρισίων–Ιερουσαλήμ είναι γνωστές και πολλά υποσχόμενες για μια διορατική Ελλάδα. Πάντως, η ελληνική δήλωσις περί απελάσεως Ρώσων διπλωματών καθιστά άκρως επείγουσα την ανωτέρω πολιτική από πλευράς Αθηνών, λόγω προβλεπομένης επιδεινώσεως της ελληνορωσικής διπλωματικής σχέσεως.
*Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών