Στα μισά ελληνικά νοικοκυριά υπάρχει ένας συνταξιούχος και σε ορισμένα από αυτά και ένας δημόσιος υπάλληλος. Από το κοινό αυτό, ο σημερινός Σύριζα αντλεί την εκλογική του πελατεία.
Και στην τελευταία υπόσχεται επιδόματα της τάξεως των 300-400 ευρώ το χρόνο, σταθερή απασχόληση και ανοχή στις «παροχές» κάτω από το τραπέζι. Επίσης στο κοινό αυτό, ο Αλ.Τσίπρας καλλιεργεί μίσος και φθόνο, δύο συναισθήματα που τα έχει μετατρέψει σε πολιτική ιδεολογία.
Του Αθ.Χ. Παπανδρόπουλου
Όπως θα έχετε παρατηρήσει ο επικεφαλής του Σύριζα δεν ομιλεί για ιδέες, αλλά περιπαίζει, συκοφαντεί και διασύρει πρόσωπα.
Μετέρχεται δηλαδή τις πιο απεχθείς πρακτικές των φαιοκόκκινων ολοκληρωτικών καθεστώτων, μέσω των οποίων κατεβάζει και το επίπεδο της πολιτικής συζήτησης στα τελευταία σκαλοπάτια της χυδαιότητας.
Ακόμα χειρότερα, με την τακτική αυτή, ο Αλ. Τσίπρας και οι συν αυτώ, παραμερίζουν από τον πολιτικό και κοινωνικό διάλογο τα ζέοντα πραγματικά προβλήματα, προφανώς γιατί πάνω σ’ αυτά δεν έχουν τίποτε να πουν.
Για να το πούμε διαφορετικά, με την τακτική του αυτή, ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιχειρεί μια φυγή από την πραγματικότητα γεγονός που συνιστά προϋπόθεση λαϊκιστικής εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, για τον Σύριζα, τα ψέμματα δεν είναι κρούσμα, όπως αυτό συνέβαινε στο παρελθόν αλλά έχουν γίνει καθεστώς.
Πρόκειται έτσι για επιδημία που δείχνει την κακή σχέση του ψευδόμενου με τον εαυτό του. Όπως θα έλεγε και ο Στέλιος Ράμφος, πρόκειται για ασημαντότητα, η οποία διψάει για σπουδαιότητα και άρα θα έχει μόνιμη ανάγκη μια σατανική λογική.
Στο σημερινό διεθνές περιβάλλον, ο Αλ. Τσίπρας βλέπει τη γύμνια και την ανεπάρκειά του και βέβαια καταλαβαίνει ότι αυτά τα βλέπουν και οι άλλοι. Όλοι αυτοί που τον έφερεν στην εξουσία όταν στη δύστυχη Ελλάδα κυριαρχούσαν μίσος, λαϊκισμός και ανοησία. Ο εθισμός στο χειρότερο, έγραψε ο Στ.Ράμφος, είναι μιθριδατισμός στο κακό και στο κατώτερο, όπου κυρίαρχη πραγματικότητα αποτελεί ο λαϊκιστικός μηδενισμός.
Ο εθισμός στο χειρότερο προκαλεί ψυχική κατάσταση αντίστοιχη με τον εθισμό στις ουσίες, όπου ο χρήστης ζητεί πλέον την απαραίτητη «δόση» φαντασιώσεων, ώστε να μην έχει καμία απαίτηση από τον εαυτό του. Η ανάγκη της ψευδαισθήσεως είναι σαν την ανάγκη του ναρκωτικού».
Σήμερα όμως μετά από 51 μήνες, συριζοανελικής διακυβέρνησης, το ναρκωτικό της ανοησίας δεν πιάνει τον ίδιο τόπο. Κάποιοι καταλαβαίνουν πλέον ότι με φούμαρα δεν ασκείται κυβερνητική πολιτική. Μια υπερχρεωμένη χώρα, με μηδενική παραγωγή και την Τουρκία δίπλα της, δεν μπορεί συνεχώς να κοροϊδεύει τον εαυτόν της. Υπάρχουν και κάποια όρια.
«Για τη σημερινή Ελλάδα, είτε αυτό αρέσει είτε όχι, στο κέντρο της κρίσεως βρίσκεται η έλλειψη νοήματος για την ύπαρξη και η παραίτηση από τη δημιουργία.
Πληρώνουμε τη σοσιαλιστική ιδεοληψία και τον κορπορατισμό, την ομοιομορφία, την γραφειοκρατική γιγάντωση, τη σιγουριά της επαναλήψεως και την απώθηση της ενεργητικότητας του ατόμου υπέρ της ομαδικής πλήξεως. Οι εξομοιωτικές ιδέες πνίγουν μαζί με την δημιουργικότητα και την ευθύνη.
Χρειάζεται μια ανατροπή για να μην βουλιάξουμε στο τέλμα, εκεί όπου μόνο «νόημα» είναι η διατήρηση των μηχανισμών. Το Εγώ δυναμώνει με άνοιγμα στο Εσύ και όχι με καταφυγή σε «όνειρα» που αποτυπώνουν ψυχοπαθολογικά τη στρέβλωση του νοήματος».
Εν ολίγοις, η χώρα έχει ανάγκη όχι τόσο από μεταρρυθμίσεις, όσο από μια πραγματική πνευματική της ανανέωση.