Να εγκαταλειφθεί η δημιουργία εντυπώσεων, ποσώ δε μάλλον ο λαϊκισμός...
Του Νίκου Αναγνωστάτου
Μια περίεργη αντιπαράθεση μεταξύ του πρωθυπουργού και του Προέδρου της Ν.Δ. έλαβε χώρα την περασμένη εβδομάδα. Το περίεργο οφείλεται στο γεγονός ότι ο κ.Πρωθυπουργός επέλεξε να επιτεθεί στον κ. Μητσοτάκη από το βήμα της Βουλής, την ώρα που απαντούσε σε επίκαιρη ερώτηση στον Πρόεδρο των Κεντρώων κ.Λεβέντη.
Ο κανονισμός της Βουλής κατά την «ώρα του Πρωθυπουργού», δεν επιτρέπει να παρέμβει κανένας άλλος από αυτόν που υποβάλλει την ερώτηση και μάλιστα και αυτός σε περιορισμένα χρονικά όρια και διαδικαστικές ενέργειες, όπως δεν επιτρέπεται τριτολογία του ερωτώντος.
Ο κ.Πρωθυπουργός επομένως ήξερε πολύ καλά ότι παρέβαινε τον κανονισμό, αν δεν αυθαιρετούσε, όταν απευθύνθηκε στον απόντα κ.Μητσοτάκη, γνωρίζοντας ότι το πράττει εκ του ασφαλούς, αφού είναι απών, αλλά και παρών να ήταν δεν είχε δικαίωμα να πάρει τον λόγο. Εντυπώσεις λοιπόν ήθελε να πετύχει.
Από την άλλη ο κ.Μητσοτάκης στην απάντησή του, δεν αναφέρθηκε καθόλου στην διαδικασία αυτή και να ψέξει τον κ.Τσίπρα για το παιχνίδι των εντυπώσεων που έπαιξε στη Βουλή.
Ακόμη και όταν ο κ.Τσίπρας τον κατηγόρησε ότι πήγε στη Γερμανία παραμονές της διαπραγμάτευσης για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και έτσι υπονόμευσε την κυβερνητική προσπάθεια, ο κ. Μητσοτάκης στην απάντησή του, δεν υπέμνησε ότι η συνάντηση αυτή με την κ. Μέρκελ είχε κλειστεί από μήνες πριν, χρόνος άσχετος με τις διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις, μια και ούτε ο ίδιος ο κ.Τσίπρας προέβλεπε ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές θα διαρκούσαν τόσο πολύ, αφού όλοι πίστευαν και διακήρυσσαν ότι το αργότερο θα έκλεινε μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου.
Μέχρις εδώ λοιπόν, ο κ.Τσίπρας βγήκε νικητής, διότι διατήρησε τις εντυπώσεις, αφού ο κ.Μητσοτάκης δεν επιχείρησε καν να τις αντικρούσει και αναφέρθηκε ξανά στην κακή πολιτική της κυβέρνησης, την ανάγκη άμεσης προσφυγής σε εκλογές και τα τοιαύτα. Όχι πως είχε άδικο, αλλά όταν η πολιτική περιορίζεται στις εντυπώσεις, έστω και αν αδυνατεί να πολιτευτεί θετικά, απαντάς με την αντίκρουση των εντυπώσεων, αποδεικνύοντας ότι μόνο εντυπώσεις επιδιώχθηκαν.
Φαίνεται ότι η παράταξη των νοικοκυραίων, όπως λέμε την Ν.Δ., υστερεί στη δημιουργία εντυπώσεων κάτι που καλόν θα ήταν να μην υπάρχει στην πολιτική αντιπαράθεση, αλλά όταν υπάρχει, έχεις υποχρέωση να απαντάς αναλόγως, έστω και αν είσαι υπέρ της ουσίας, αποφεύγοντας κατά το δυνατό να βρεθείς στον χώρο της δημαγωγίας και του λαϊκισμού.
Οι εντυπώσεις έχουν πολλές φορές την αξία τους, ιδιαίτερα όταν υστερείς επί της ουσίας, ως ultimo Refugio, οπότε η αντιπολίτευση έχει υποχρέωση να επαναφέρει στην τάξη την κυβέρνηση, όταν παρεκτρέπεται με τέτοιας μορφής και αξίας κόλπα. Επομένως ο ρόλος της αντιπολίτευσης είναι διττός.
Να απαξιώσει κατ’ αρχήν την όποια εντυπωσιασμού προσπάθεια και στη συνέχεια να κριτικάρει την κυβέρνηση επί της ουσίας της πολιτικής. Ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε το δεύτερο μόνο του και έτσι οι εντυπώσεις παρέμειναν στον κ.Τσίπρα, για όποιους δεν αντιλήφθηκαν την ουσία της πολιτικής του ανεπάρκειας.
Με την ευκαιρία είναι χρήσιμο να σχολιάσω λίγο την λεγόμενη πολιτική λιτότητας την οποία μας «επιβάλουν» οι «δανειστές», με τρόπο απλό και εκλαϊκευμένο, για να γίνει αντιληπτό. Η οικογένεια είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα για να γίνουν καλύτερα αντιληπτές οι έννοιες, διότι πράγματι περί παρερμηνείας των εννοιών πρόκειται και τούτο για να αποφευχθεί η πραγματική έννοια της λανθασμένης πολιτικής. Μία οικογένεια λοιπόν, ρυθμίζει τα έξοδα της, ανάλογα με τα χρήματα που διαθέτει και δή λίγο λιγότερα έτσι ώστε να περισσεύουν και μερικά για ώρα ανάγκης.
Τα έξοδα γίνονται αξιολογώντας τις ανάγκες της οικογένειας, διαβαθμίζοντάς τες έτσι ώστε εκκινώντας από τα πλέον αναγκαία και προχωρώντας στα δευτερεύοντα, αν υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα χρήματα. Αν δεν υπάρχουν περίσσια χρήματα, διερχόμαστε περίοδο λιτότητας. Η λιτότητα λοιπόν είναι η συνέπεια της έλλειψης χρημάτων να καλυφθούν όλες οι επιθυμητές δαπάνες.
Τη λιτότητα λοιπόν την επιβάλουμε εμείς οι ίδιοι λόγω έλλειψης αρκετών χρημάτων και είναι τελείως λάθος, αν όχι απαράδεκτη αχαριστία, να κατακρίνουμε τους εταίρους μας, οι οποίοι μας παρέχουν χρήματα για την κάλυψη των αναγκών μας αυτών, διότι δεν μας παρέχουν περισσότερα να πάμε και στα … μπουζούκια. Άλλωστε αυτά που μας ζητούν να πράξουμε, είναι αυτά που θα έπρεπε να τα έχουμε επιλέξει μόνοι μας, όπως έκαναν στην Ισπανία, στην Ιταλία και σε άλλες σοβαρές και υπεύθυνες χώρες, μια και η κρίση ήταν παγκόσμια.
Τη στιγμή αυτή λοιπόν, κατά την οποία τα έσοδα του κράτους δεν είναι αρκετά να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες μας, παρόλη την λιτότητα και τις αφαιμάξεις των πολιτών με τους υπερβολικούς φόρους και κρατήσεις, είναι τουλάχιστον αχαριστία προς τους εταίρους μας και έλλειμμα σωστής πολιτικής για αύξηση των εσόδων ή τουλάχιστον για μείωση των εξόδων.
Η μείωση των εξόδων, κάτι που δεν έχει απεριόριστη δυνατότητα, οδηγεί στη λιτότητα, αναγκαίο όμως και αναπόφευκτο μέχρι να δημιουργηθούν οι συνθήκες και προϋποθέσεις για αύξηση εσόδων, όχι βέβαια μέσω της αύξησης της φορολογίας, η οποία είναι θνησιγενής και οδυνηρή για τον κόσμο, αλλά με επενδύσεις και αύξηση της παραγωγικότητας, για να επέλθει ανάπτυξη, ως τη μόνη υγιή και χρήσιμη πηγή χρημάτων.
Μια άλλη παρεξηγημένη(;) έννοια, είναι αυτή του πρωτογενούς πλεονάσματος, το οποίο δεν είναι ανάγκη και ούτε πρέπει να προέρχεται ΜΟΝΟ από περιστολή δαπανών και επιβολή φόρων, αλλά κυρίως από ανάπτυξη μέσω επενδύσεων και αύξησης της παραγωγικότητας.
Είναι επομένως αδήριτη ανάγκη, αν δεν θέλουμε να καταστούμε μίσθαρνοι, να σοβαρευτούμε, χωρίς να ψάχνουμε για τεχνητούς εχθρούς, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, οι οποίες είναι όλες δικές μας και να ευγνωμονούμε τους εταίρους μας που μας συμπληρώνουν ό,τι μας λείπει, αντί να τους κατηγορούμε και να συνδιαλεγόμαστε μαζί τους φιλικά και με κατανόηση.
Είναι επομένως λάθος να επικαλούμαστε επιτυχία την αφαίμαξη των πολιτών και να προσδοκούμε να γίνουμε όλοι αρίφνητοι με τέτοια πολιτική.