Η πανδημία που κτύπησε ολόκληρο τον πλανήτη είναι μια ξεκάθαρη απεικόνιση της ανατρεπτικής εποχής που ζούμε. Εποχή κυριολεκτικά επαναστατική, την οποία λίγοι είναι αυτοί που καταλαβαίνουν και ελάχιστοι όσοι θέλουν να καταλάβουν.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ιδιαίτερα δε στον πολιτικό χώρο, ο οποίος είναι σήμερα πηγή σοβαρών προβλημάτων και ανακατατάξεων ταυτοχρόνως.
Για παράδειγμα, την πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα είχαμε ήδη δύο χρηματιστηριακές και μια οξύτατη χρηματοοικονομική κρίση.
Αμέτρητες τρομοκρατικές επιθέσεις, με πιο θεαματική αυτήν της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Βιώνουμε μια οδυνηρή πανδημία, η οποία είχε προαναγγελθεί από το 2005, παράλληλα δε, βλέπουμε το παγκόσμιο χρέος να οδεύει προς τα 300 τρισεκατομμύρια δολάρια, όταν το αντίστοιχο ΑΕΠ είναι τρεις φορές πιο κάτω.
Επίσης, την ίδια περίοδο η Κίνα γίνεται οικονομική υπερδύναμη, με τις ανάλογες γεωπολιτικές φιλοδοξίες και το Διαδίκτυο αναδεικνύεται σε κορυφαία πηγή παραγωγής πλούτου, καινοτομίας, μεταφοράς γνώσεων και δημιουργίας θέσεων εργασίας. Και ενώ ακόμα βρισκόμαστε σ’ αυτό το στάδιο που ο Alvin Toffler
Αποκαλεί «εγχρήματη οικονομία», όλο και περισσότερο σημείο αναφοράς του πλούτου δεν είναι το χρήμα. Κάποια εκατομμύρια άνθρωποι έτσι, κάθε μέρα που περνά, ικανοποιούν επιθυμίες και ζωτικές ανάγκες τους σε μια παράλληλη «αχρήματη οικονομία» όπου το «είναι» υπερέχει του «έχειν».
Με ό,τι αυτό συνεπάγεται και στο επίπεδο των συμπεριφορών.
Και όλες αυτές οι αλλαγές γίνονται με πρωτοφανή ταχύτητα, η οποία από μόνη της δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα, ψυχολογικά, κοινωνικά, οικονομικά και εν τέλει πολιτικά. Η αλλαγή που παρατηρείται έχει συνεπώς «συστημικό χαρακτήρα» και άρα απαιτεί τρόπους αντιμετώπισης συμβατούς με το περιεχόμενό της.
Προϋπόθεση όμως για την αντιμετώπιση αυτή είναι η παραδοχή ότι κάθε κρίκος του συστήματος δεν είναι αυθύπαρκτος. Για παράδειγμα, η παραγωγή πλούτου στις μέρες μας συνδέεται άμεσα με κοινωνικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά και τεχνολογικά δεδομένα, τα οποία διαμορφώνουν πρότυπα τρόπων ζωής που κάθε άλλο παρά ακίνητα είναι.
Αυτό σημαίνει ότι ζούμε σε κοινωνίες υψηλής ταχύτητας και συναφούς κινητικότητας, οι οποίες από πλευράς δομών απέχουν αισθητά από αντίστοιχα πρότυπα πριν σαράντα ή ακόμα και τριάντα χρόνια.
Είτε αυτό αρέσει, λοιπόν, είτε όχι, οι κοινωνίες μας είναι διαδικτυωμένες, αλληλεξαρτώμενες, ασταθείς και απαιτητικές γιατί από πολλές πλευρές αλλάζει και η αίσθηση του χρόνου σ’ αυτές.
Αυτό σημαίνει ότι σε μεταβαλλόμενες κοινωνίες και τις συνθήκες που τις διέπουν, η πολιτική ζήτηση δεν μπορεί να είναι η ίδια με αυτήν που ίσχυε σε πιο σοβαρές και αργές κοινωνίες. Από μόνο του το γεγονός αυτό εξηγεί πρώτον, γιατί στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες τα ποσοστά αποχής στις εκλογές τους είναι υψηλά και δεύτερον, γιατί παντού παρατηρείται ενίσχυση πολιτικών σχηματισμών ακραίου και χυδαίου λαϊκισμού.
Όταν η πολιτική προσφορά δεν ανταποκρίνεται πλήρως στη ζήτηση, ο λαϊκισμός αποτελεί μια κάποια λύση.
Αναφορικά δε με τη σοσιαλδημοκρατία, οι πολιτικοί που την εκπροσωπούν στην Ευρώπη ας πληροφορηθούν επιτέλους ότι ο κόσμος της εργασίας, που κάποτε τους στήριζε, σήμερα φθίνει συνεχώς και στην παραγωγή πλούτου δεν αντιπροσωπεύει πλέον παρά ένα 10 -15%.
Είναι προφανές έτσι ότι για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι επείγουσα η αλλαγή στη γλώσσα που μιλάει και στα βαθύτερα κοινωνικά αιτήματα, που πρέπει να απαντήσει.
Η πρόκληση είναι μεγάλη και αποφασιστική έτσι, για το μέλλον ενός χώρου που πολλά προσέφερε στη σημερινή κοινωνική Ευρώπη και την παγκοσμίως αναγνωρισμένη προνοιακή της δομή.