To ποσό αρχικά εξοργίζει, μετά βάζει σε σκέψεις. «Λεφτά υπάρχουν» και είναι πολλά, μόνο που το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει ούτε το σχέδιο ούτε τη δυνατότητα να τα αξιοποιήσει. Η κυβέρνηση έχει συγκεντρώσει σχεδόν 48 δισ. ευρώ και κάθονται, με δική της ευθύνη, σε μια εποχή όπου η οικονομία διψά για ρευστότητα που θα χρηματοδοτήσει επενδύσεις και θα δημιουργήσει χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.
Το περίφημο μαξιλάρι ρευστότητας έχει αυγατίσει σε τέτοιον βαθμό, που μαζί με τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων και τις πρόσφατες απόπειρες εξόδου στις αγορές, έχει εκτοξευτεί σε επίπεδα σχεδόν διπλάσια του περίφημου cash buffer των 24,5 δισ. ευρώ του περασμένου καλοκαιριού. Πλέον λοιπόν φτάνει στο 1/4 του ΑΕΠ της χώρας, οδηγώντας την οικονομία από την υπερβολή του 2015, όταν «έξυνε τον πάτο του βαρελιού» από πλευράς ταμειακών διαθεσίμων, στην άλλη άκρη της συγκέντρωσης υπερ-ρευστότητας η οποία συντηρείται σε μεγάλο βαθμό από την υπερφορολόγηση, αναφέρει το newmoney.
Κι όμως, η οικονομία διαθέτει μεν 48 δισ. ευρώ, ωστόσο το εν λόγω ποσό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε για μείωση φόρων, ούτε για επενδυτικούς σκοπούς, καθώς εξαιτίας των δημοσιονομικών περιορισμών που έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση για την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 3,5% έως το 2022 δεν υπάρχει περιθώριο να εγγραφεί ως δαπάνη στον Προϋπολογισμό, ενισχύοντας, για παράδειγμα, το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση διεθνών επενδυτών που συμμετείχαν σε εκδήλωση της HSBC στην Αθήνα στα μέσα Μαρτίου για το ιλιγγιώδες ύψος των διαθεσίμων που διαπίστωσαν ότι διατηρεί το Ελληνικό Δημόσιο. Οπως αναφέρουν οι οικονομολόγοι της τράπεζας στην έκθεση που ακολούθησε της επίσκεψης, «η Ελλάδα διαθέτει ένα μαξιλάρι ρευστότητας άνω των 40 δισ. ευρώ για το οποίο δεν υπάρχει σαφής στρατηγική για το τι θα γίνει με τμήμα αυτού του ποσού».
Oμως, η κυβέρνηση έχει εγκλωβιστεί στην απραξία. Μεγάλο μέρος των 48 δισ. ευρώ (περίπου 20 δισ.) επενδύονται σε βραχυχρόνιες εκδόσεις ρέπος, τα υπόλοιπα «κάθονται» στον ειδικό λογαριασμό που τηρεί το Δημόσιο στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ περίπου 5 δισ. ευρώ βρίσκονται κατατεθειμένα στις εμπορικές τράπεζες της χώρας.
Λείπουν οι επενδύσεις
Την ίδια στιγμή, όμως, συνεχίζουν να λείπουν από την οικονομία οι επενδύσεις οι οποίες παραμένουν ακόμα κατά πολύ χαμηλότερες από τα προ κρίσης επίπεδα. Η δε αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων παραμένει χαμηλή, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις διαρκώς είναι κάτω των στόχων (με κενό που αντιστοιχεί σε 1% του ΑΕΠ πέρυσι).
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα ταμειακά διαθέσιμα ανέρχονται σε 48 δισ. ευρώ, στα μέσα του μήνα μάλιστα είχαν ξεπεράσει και τα 50 δισ.
Από αυτά τα 35,5 δισ. ανήκουν στον έλεγχο του κράτους και προέρχονται από τα ποσά που συγκέντρωσε το Δημόσιο από τις εκδόσεις ομολόγων, το κεφαλαιακό μαξιλάρι που έλαβε ως δανεικά το περασμένο καλοκαίρι από τους θεσμούς και τα έσοδα από τους φόρους που μπαίνουν κάθε μήνα στα δημόσια ταμεία, ενώ τα υπόλοιπα 12,5 δισ. ευρώ είναι χρήματα κατά κύριο λόγο φορέων.
Σημειώνεται ότι μετά την παράταση που έδωσε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης στους φορείς του Δημοσίου και τους δήμους μεταφέρεται για την 1η Ιουλίου η υποχρέωσή τους να μεταφέρουν την ευθύνη διαχείρισης των ταμειακών τους διαθεσίμων στο Δημόσιο, από την οποία εκτιμάται ότι μπορεί να συγκεντρωθούν άλλα 7,5-8 δισ. ευρώ.
Μέρος της ρευστότητας που υπάρχει στο Ελληνικό Δημόσιο θα μπορούσε να κατευθυνθεί:
■ Για την αποπληρωμή μέρους των δανείων του ΔΝΤ (συνολικά οφείλονται 9,8 δισ. ευρώ). Μετριοπαθώς θα μπορούσαν να αποπληρωθούν τα 3,8 δισ. ευρώ που έχουν υψηλό επιτόκιο, αλλά ενδεχομένως το ποσό αυτό θα μπορούσε να αυξηθεί. Αυτό απαιτεί έγκριση από τις Βρυξέλλες, όπως τονίζει η HSBC, σημειώνοντας ότι χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία έχουν ως κόκκινη γραμμή το να συνεχίσει το Ταμείο να εμπλέκεται με τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση. Αυτό θα γίνεται όσο η Ελλάδα οφείλει πάνω από 2 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ.
■ Εν δυνάμει θα μπορούσε η κυβέρνηση να εξαγοράσει και τα επίσης με υψηλό επιτόκιο ομόλογα (περίπου 11 δισ.) που βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών, «αγοράζοντας» επιπλέον ελευθερία, καθώς η μεταμνημονιακή συμφωνία προβλέπει την καταβολή μέρους τους στην Ελλάδα ανάλογα με την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.
■ Θα μπορούσε επιπλέον να μειώσει τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων από τα 14 δισ. που είναι σήμερα ετησίως και να αντικαταστήσει κατά 30% περίπου με βραχυμεσοπρόθεσμους τίτλους εξασφαλίζοντας χαμηλότερα επιτόκια.
■ Την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Ισως πρόκειται για την πλέον εξοργιστική περίπτωση διατήρησης μιας πληγής στην οικονομία, τη στιγμή που χρήματα υπάρχουν για την αποπληρωμή τους. Για τις συγκεκριμένες πληρωμές (περίπου 2 δισ.), δεν υπάρχει κανένας περιορισμός καθώς οι εν λόγω δαπάνες κατεγράφησαν στη χρονιά όπου έγιναν οι προμήθειες και αποτελεί απλώς μια ακόμα απόδειξη του αδύναμου και γραφειοκρατικού δημόσιου τομέα.
■ Τέλος, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία «κακής τράπεζας» για να διευκολυνθεί η μείωση των NPLs. Σημειώνεται ότι η εν λόγω λύση περιλαμβάνει και τη χρηματοδότηση του σχεδίου της Τραπέζης της Ελλάδος για την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων και απαιτεί προηγουμένως την έγκριση των θεσμών.