Η οικονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές βελτιώσεις που επιτεύχθηκαν την τελευταία εξαετία έχουν καταστήσει την Ελλάδα πιο φιλική προς το επιχειρείν και έχουν δημιουργήσει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες, ειδικότερα για όσους θα επενδύσουν νωρίς στην ελληνική οικονομία.
Αυτό υπογράμμισε μεταξύ άλλων ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στην Ευρω-αραβική Σύνοδο «Εταίροι για την Ανάπτυξη».
Όπως ανέφερε παρά τις καθυστερήσεις και τις αστοχίες, η πρόοδος στη διόρθωση των λαθών του παρελθόντος υπήρξε εντυπωσιακή. Ετσι, το νέο πρόγραμμα του ESM που συμφωνήθηκε τον Αύγουστο του 2015 βασίζεται στα επιτεύγματα των δύο πρώτων προγραμμάτων (δηλ. τη διόρθωση των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας) και δίνει προτεραιότητα σε μεταρρυθμίσεις.
Ο διοικητής της ΤτΕ υποστήριξε ότι η σταδιακή οικονομική ανάκαμψη αντανακλάται ήδη σε μια σειρά από βασικούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βιομηχανική παραγωγή, οι λιανικές πωλήσεις, οι ροές μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα και οι πραγματικές εξαγωγές αγαθών.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, θα υπάρξει ανάκαμψη από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και θα συνεχιστεί το 2017 και το 2018. Ειδικότερα, το ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί ελαφρώς κατά 0,3% το 2016, αλλά να αυξηθεί στη συνέχεια κατά 2,5% και 3% το 2017 και το 2018αντίστοιχα.
Ωστόσο, προειδοποίησε ότι, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι εξωτερικοί (όπως η επιλογή μίας αυστηρής εκδοχής του Brexit) αλλά και εσωτερικοί για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Όπως ανέφερε, τυχόν καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα θα μπορούσαν να περιορίσουν την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα την αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, την υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης και την εξασθένηση των προοπτικών οριστικής εξόδου από την κρίση.
Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω κίνδυνοι και να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, απαιτούνται συγκεκριμένες και συντονισμένες ενέργειες, όπως επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, και την εξειδίκευση των μέτρων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα τα οποία θα καταστήσουν βιώσιμο το Δημόσιο Χρέος της χώρας.
Γιατί η Ελλάδα είναι ελκυστική
«Η Ελλάδα ετοιμάζεται να επανέλθει στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κανονικότητα και να εφαρμόσει ένα νέο υπόδειγμα εξωστρεφούς και διατηρήσιμης ανάπτυξης, που θα βασίζεται στους τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Προς το σκοπό αυτό, οι βελτιώσεις που έχουν επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα κόστους παρέχουν σημαντικά περιθώρια για αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο εγγύς μέλλον». τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ και απαρίθμισε λόγους που η Ελλάδα είναι επενδυτικός προορισμός.
Οπως είπε «η Ελλάδα χρειάζεται μεγάλου ύψους ξένες άμεσες επενδύσεις. Οι αλλαγές πολιτικής που έχουν λάβει χώρα τα τελευταία χρόνια ευνοούν την ανάπτυξη, δημιουργώντας έτσι επικερδείς επενδυτικές ευκαιρίες.
Παραδείγματος χάριν, η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών και στη δημόσια διοίκηση, η ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους βελτιώνουν το γενικότερο κλίμα και βοηθούν στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των χρηματοπιστωτικών αγορών. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούν θετικές προοπτικές ανάπτυξης και βοηθούν στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, ένα άλλο πλεονέκτημα που θα πρέπει να λάβουν υπόψη οι υποψήφιοι επενδυτές είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει υψηλής ποιότητας ανθρώπινο κεφάλαιο, σύμφωνα με τα κριτήρια του ΟΟΣΑ, και ένα τεράστιο απόθεμα αναξιοποίητου εργατικού δυναμικού.
Σύμφωνα με την έκθεση Global Competiveness Report 2016-2017 του World Εconomic Forum, η Ελλάδα κατατάσσεται σε υψηλές θέσεις όσον αφορά το εκπαιδευτικό επίπεδο και τις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού (38η μεταξύ 138 χωρών), την ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης και εξειδίκευσης (45η), τη διαθεσιμότητα επιστημόνων και μηχανικών (10η) και την τεχνολογική ετοιμότητα (42η). Παρ’ ότι πολλοί νέοι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο μετακινήθηκαν σε άλλες χώρες της ΕΕ από το ξέσπασμα της κρίσης, η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης στην Ελλάδα καθώς η οικονομία θα επιστρέφει στην ανάπτυξη και θα ανακάμπτουν οι επενδύσεις θα ενθαρρύνει τον επαναπατρισμό πολλών από αυτούς, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας.
Επιπλέον, ο νέος αναπτυξιακός νόμος (ν. 4399/2016) παρέχει ένα σαφές πλαίσιο και ένα σταθερό επιχειρηματικό περιβάλλον για την έναρξη ποικίλων επενδυτικών σχεδίων. Ο νέος νόμος προβλέπει διάφορους μηχανισμούς ενίσχυσης των επενδύσεων, όπως φοροαπαλλαγές, επιδότηση της αγοράς μηχανολογικού και άλλου εξοπλισμού, επιδότηση του μισθολογικού κόστους των νέων θέσεων εργασίας, σταθερό συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων για μία 12ετία από την ολοκλήρωση της επένδυσης. Για να μπορούν να ενταχθούν στο πρόγραμμα ενισχύσεων, τα επενδυτικά σχέδια θα πρέπει να έχουν τη μορφή αρχικής επένδυσης, π.χ. επενδύσεις σε κτιριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό, σε άυλα στοιχεία ενεργητικού, και να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις (π.χ. δημιουργία νέων μονάδων, επέκταση της δυναμικότητας υφιστάμενων μονάδων κ.λπ.).
Επιπλέον, η πρόσφατη ολοκλήρωση ορισμένων σημαντικών ιδιωτικοποιήσεων –όπως η ιδιωτικοποίηση του λιμένα του Πειραιά που θα ενισχύσει τη θέση του ως ναυτιλιακού κόμβου, η πώληση 14 περιφερειακών αεροδρομίων σε νησιά και πόλεις που αποτελούν βασικούς τουριστικούς προορισμούς, η πώληση και η αξιοποίηση του χώρου του παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού, καθώς και η συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών – αποτελούν σημαντική ψήφο εμπιστοσύνης από την πλευρά μεγάλων ξένων επενδυτών, που ήδη σε αυτή τη φάση αποφάσισαν να επενδύσουν στην ελληνική αγορά, προσβλέποντας στις ακόμη καλύτερες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Πέρα από τις πρόσφατες αλλαγές πολιτικής, η Ελλάδα προσφέρει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες λόγω της γεωγραφικής της θέσης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και της εγγύτητάς της με τη Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο. Υπάρχουν δυνητικά οφέλη στους τομείς του εμπορίου, των logistics, των μεταφορών και της ενέργειας, καθώς η Ελλάδα φιλοδοξεί να γίνει διαμετακομιστικός και ενεργειακός κόμβος τα προσεχή έτη, πράγμα το οποίο συνεπάγεται σημαντικές ανάγκες επενδύσεων για υποδομές, δίκτυα κ.λπ.
Εξάλλου, σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες διανοίγονται στον τουρισμό, διότι η Ελλάδα είναι σημαντική χώρα προορισμού τουριστών και ταυτόχρονα διαθέτει μια αξιόλογη δημόσια περιουσία που προσφέρεται προς αξιοποίηση από ιδιώτες επενδυτές με σκοπό την επέκταση της δυναμικότητας και ποιότητας της τουριστικής υποδομής.
Τέλος, η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και της ζώνης του ευρώ. Ζήτημα εξόδου από το ευρώ δεν τίθεται πλέον. Κατά συνέπεια, οι υποψήφιοι επενδυτές από χώρες εκτός της ΕΕ θα επωφεληθούν από την απόκτηση πρόσβασης στην Ενιαία Αγορά της ΕΕ, από ένα σταθερό θεσμικό περιβάλλον και από την προστασία των επενδύσεών τους, ενώ παράλληλα θα έχουν πρόσβαση σε ένα υγιές τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Για αυτούς τους λόγους, μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία δεν έχουν εκτιμηθεί όσο πρέπει και, χάρη σε όλες τις πρόσφατες αλλαγές πολιτικής, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας και τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας, έχουν τεράστιες δυνατότητες να παρουσιάσουν υψηλότερες επιδόσεις στο μέλλον, αποφέροντας σημαντικά κέρδη στους νέους επενδυτές».