Ως μη εφικτό χαρακτήρισε το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για φέτος ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Σε ομιλία του στο πλαίσιο επενδυτικής ημερίδας, ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι η Ελλάδα θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ φέτος έναντι στόχου για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, τονίζοντας παράλληλα ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επιβαρύνουν την ανάπτυξη της οικονομίας, αναφέρει το protothema.
Όπως είπε, «Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης, από έλλειμμα ύψους 15,1% του ΑΕΠ το 2009, κατέγραψε, για τρίτη χρονιά, πλεόνασμα το 2018 (1,1% του ΑΕΠ). Το πρωτογενές αποτέλεσμα ως ποσοστό του ΑΕΠ (δηλ. το αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης χωρίς τις δαπάνες για τόκους) έχει βελτιωθεί κατά περισσότερο από 14 ποσοστιαίες μονάδες από το 2009 (τότε ήταν έλλειμμα 10,1% του ΑΕΠ), και καταγράφει πλεόνασμα τα 3 τελευταία χρόνια. Το 2018, το πρωτογενές αποτέλεσμα (σε όρους ενισχυμένης εποπτείας) διαμορφώθηκε στο 4,3% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ. Για το 2019 η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία είναι πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ».
Την ίδια στιγμή, ο κ. Στουρνάρας ζήτησε να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα ως το 2022, καθώς και οι φορολογικοί συντελεστές.
«Η μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων μέχρι το 2022 σε συνδυασμό με μείωση φορολογικών συντελεστών και επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων είναι υψηλής σημασίας για να δημιουργηθεί ένα θετικό πλαίσιο».
Οι προκλήσεις
Παρά την έως τώρα πρόοδο, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις και προβλήματα που κληροδότησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση, τόνισε ο κ. Στουρνάρας. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στις εξής προκλήσεις:
Το πολύ υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών μειώνει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να παρέχει πιστώσεις σε υγιείς επιχειρηματικές πρωτοβουλίες.
Το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος δημιουργεί αβεβαιότητα για την ικανότητα της χώρας να το εξυπηρετήσει σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων σε μια παρατεταμένη περίοδο (π.χ. 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ.
Η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδος και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία δημιουργεί ανισότητες, θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Η γήρανση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με τη μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας.
Η παγκοσμιοποίηση, η ψηφιοποίηση, οι δημογραφικές αλλαγές και η κλιματική αλλαγή επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας όλων των χωρών, μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα.
Οι δικαστικές αποφάσεις, που ενδέχεται να επιβαρύνουν σημαντικά τις δημοσιονομικές εξελίξεις.
Τέλος, οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του αποθέματος κεφαλαίου της οικονομίας, ενώ και το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις.