«Η προληπτική γραμμή στήριξης επ’ ουδενί ισοδυναμεί με νέο Μνημόνιο», τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος χαρακτήρισε απαραίτητη την ύπαρξη προληπτικής γραμμής, καθώς μόνο έτσι εξασφαλίζεται, με το παρόν θεσμικό πλαίσιο το waiver για τις τράπεζες, ήτοι η παρέκκλιση που επιτρέπει τόσο στις τράπεζες όσο και στο δημόσιο να δανείζονται φθηνότερα.
Σημειώνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει κάθε συζήτηση για προληπτικής γραμμή, θέλοντας να αποφύγει οτιδήποτε συνδέει τις δεσμεύσεις της με οικονομική στήριξη, καθώς εκτιμά ότι μία τέτοια σχέση θυμίζει Μνημόνιο.
Ο Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωση των αποφοίτων του London School of Economics, θεωρεί χρήσιμη τη δημιουργία ενός ικανού «αποθέματος ρευστότητας» μέσω νέων ομολογιακών εκδόσεων, σε συνδυασμό με τις εκταμιεύσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, λύση την οποία προκρίνει η κυβέρνηση. Ωστόσο, θεωρεί επίσης χρήσιμη τη διατήρηση του waiver, το οποίο θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ, αλλά και μέσω των πράξεων χρηματοδότησης από τις αγορές (repos).
«Θα μειώσει όμως και το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, διότι τα ελληνικά ομόλογα θα είναι αποδεκτά στις πράξεις αγοράς κρατικών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο πλαίσιο της «ποσοτικής χαλάρωσης», είτε στην κανονική χρονική περίοδο ή στην περίοδο επανεπένδυσης (reinvestment period)», σημειώνει ο διοικητής της ΕΚΤ.
Για να διατηρηθεί το waiver, προσθέτει ο κ. Στουρνάρας, θα πρέπει σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, να υπάρχει μία προληπτική γραμμή στήριξης. Αν η κυβέρνηση δεν τη θέλει, τότε θα πρέπει να βρει άλλους τρόπους για να μην απολεσθεί το waiver…
Επιπλέον, ο ίδιος τονίζει ότι τα capital controls θα πρέπει να αρθούν με την ολοκλήρωση του προγράμματος. Σε ότι αφορά την ανάπτυξη, η ΤτΕ προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί στο 2% το 2018 και θα επιταχυνθεί το 2019.
Ακολουθεί απόσπασμα από την ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα:
«Κύριο μέλημα της Τράπεζας της Ελλάδος είναι, οι όποιες αποφάσεις για το πλαίσιο εποπτείας μετά το τέλος του προγράμματος, να διασφαλίζουν την ομαλή, χαμηλού κόστους και απρόσκοπτη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα σε περίπτωση που η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου παραμείνει χαμηλότερη από την επενδυτική βαθμίδα και εάν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων επιδεινωθούν.
Σε ένα τέτοιο οικονομικό περιβάλλον, θα ήταν χρήσιμη τόσο η δημιουργία ενός ικανού «αποθέματος ρευστότητας» μέσω νέων ομολογιακών εκδόσεων, σε συνδυασμό με τις εκταμιεύσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, αλλά και η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.
Η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ, αλλά και μέσω των πράξεων χρηματοδότησης από τις αγορές (repos). Θα μειώσει όμως και το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, διότι τα ελληνικά ομόλογα θα είναι αποδεκτά στις πράξεις αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο της «ποσοτικής χαλάρωσης», είτε στην κανονική χρονική περίοδο ή στην περίοδο επανεπένδυσης (reinvestment period).
Σε μία περίοδο που τα περιθώρια (spreads) μεταξύ ελληνικών και ευρωπαϊκών επιτοκίων κινούνται κατά μέσο όρο πάνω από 350 μονάδες βάσης (3,5%), επηρεάζοντας αυξητικά το κόστος δανεισμού του Δημοσίου αλλά και των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver), για όσο χρόνο η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας παραμένει σημαντικά χαμηλότερη της επενδυτικής βαθμίδας, είναι επιθυμητή σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Αν μάλιστα αυτό συνδυαστεί με πράξεις επαναγοράς ελληνικού χρέους σχετικά υψηλού κόστους με τα ποσά που θα περισσέψουν από το πρόγραμμα μετά το τέλος του, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, τότε το συνδυασμένο αποτέλεσμα θα είναι μια σημαντική μείωση του χρέους, αλλά και των επιτοκίων.
Όπως είναι το θεσμικό πλαίσιο σήμερα, η «παρέκκλιση» (waiver) εξασφαλίζεται από μία προληπτική γραμμή στήριξης. Η προληπτική γραμμή στήριξης επ’ ουδενί ισοδυναμεί με νέο μνημόνιο. Είναι ένα θεσμοθετημένο ήδη εργαλείο εξομάλυνσης και διασφάλισης κατά τη μεταβατική περίοδο. Παρόλα αυτά, εάν για οποιοδήποτε λόγο η προληπτική γραμμή στήριξης δεν είναι επιθυμητή, θα πρέπει να διερευνηθούν άλλοι τρόποι προκειμένου να μην απολεσθεί η δυνατότητα της «παρέκκλισης» (waiver), τα πλεονεκτήματα της οποίας είναι σημαντικά για το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών, του Ελληνικού Δημοσίου, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και δεν θα πρέπει να αγνοηθούν».