«Άρση των νομικών, δικαστικών και διοικητικών εμποδίων στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων» προτείνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας για την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων.
Παράλληλα, ο κεντρικός τραπεζίτης τόνισε τη σημασία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την επίτευξη ευημερίας και διατηρήσιμης ανάπτυξης, «δηλαδή στόχων που είναι κοινοί για όλους τους συμμετέχοντες στις αγορές και για τις κεντρικές τράπεζες», αναφέρει το in.gr.
Στην ομιλία του, με τίτλο «Lessons from the crisis and challenges for the Greek banking sector», στη Γενεύη είπε τα εξής:
«Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή που βρίσκομαι εδώ σήμερα και έχω την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις μου σχετικά με τα διδάγματα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, την εμπειρία της Ελλάδας τα τελευταία οκτώ χρόνια και τις βασικές προκλήσεις για την επιτυχή ανάκαμψη της εγχώριας οικονομίας γενικότερα και του τραπεζικού τομέα ειδικότερα.
Προτού προχωρήσω, θα ήθελα να τονίσω πόσο σημαντική είναι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη ευημερίας και διατηρήσιμης ανάπτυξης, δηλαδή στόχων που είναι κοινοί για όλους τους συμμετέχοντες στις αγορές και για τις κεντρικές τράπεζες.
Θα ξεκινήσω με μια σύντομη αναφορά στα διδάγματα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και στις ενέργειες των νομισματικών και εποπτικών αρχών. Στη συνέχεια θα περιγράψω πώς εξελίχθηκε η κρίση δημόσιου χρέους στην Ελλάδα, ποιες ήταν οι επιπτώσεις της στην εγχώρια οικονομία και τον τραπεζικό τομέα και πώς αντέδρασαν οι αρμόδιες αρχές. Τέλος, θα προχωρήσω στο κεντρικό θέμα της παρέμβασής μου και στα διδάγματα της ελληνικής τραπεζικής κρίσης.
Τα διδάγματα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης
Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση υπήρξε η σοβαρότερη των τελευταίων 75 ετών. Το βασικό ερώτημα για όλους εμάς σ’ αυτή την αίθουσα, αλλά και για τους μελετητές της κρίσης και τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής, είναι αν θα ξανασυμβεί.
Η απάντησή μου είναι ότι την επόμενη φορά, εάν και όταν υπάρξει επόμενη φορά, τα πράγματα θα είναι διαφορετικά.
Πρώτον, ένα πολύτιμο δίδαγμα είναι ότι, ενώ τα πράγματα μπορεί να πηγαίνουν καλά αν αφεθούν στο αόρατο χέρι, σε περιόδους εντάσεων αυτό το χέρι φαίνεται να χάνει τη δύναμή του, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Ahamed Liaquat στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο του “Lords of Finance”. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανά τον κόσμο έχουν αποκομίσει ένα σημαντικό δίδαγμα από την κρίση του 1929: όταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα αντιμετωπίζει πιέσεις, χρειάζεται ενεργητική παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας. Έτσι, στην πρόσφατη κρίση οι κεντρικές τράπεζες έδρασαν άμεσα και δυναμικά. Ενίσχυσαν το οπλοστάσιό τους με πιο ευέλικτα, αποτελεσματικά και καινοτόμα εργαλεία και με μεγάλη δύναμη πυρός. Με δεδομένη την επιτυχία αυτών των πολιτικών, ορισμένα από αυτά τα εργαλεία μπορούν να ενταχθούν μόνιμα στο νέο λειτουργικό πλαίσιο, παρέχοντας έτσι στους υπευθύνους χάραξης πολιτικής τη δυνατότητα κατάλληλης και έγκαιρης δράσης.
Συνολικά, τα επιχειρήματα υπέρ μιας δομικής αλλαγής του πλαισίου άσκησης της νομισματικής πολιτικής δεν είναι ισχυρά. Οι κεντρικές τράπεζες αναμένεται να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το ενεργητικό τους, καθώς και εργαλεία όπως η καθοδήγηση σχετικά με τη μελλοντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής (forward guidance), συμπληρωματικά προς τα συμβατικά εργαλεία των επιτοκίων, δεδομένου ότι το πραγματικό κατώτατο όριο των επιτοκίων θα παραμείνει δεσμευτικό εμπόδιο στις συμβατικές επιτοκιακές πολιτικές υπό συνθήκες χαμηλών επιτοκίων και χαμηλού πληθωρισμού. Τέλος, εκτιμάται ότι οι κεντρικές τράπεζες θα προχωρήσουν στη μείωση του ενεργητικού τους με αργά και προσεκτικά βήματα. Σε κάθε περίπτωση, συνεκτιμώντας τους κινδύνους, η διατήρηση των σημερινών υψηλών επιπέδων του ενεργητικού των κεντρικών τραπεζών δημιουργεί οφέλη για τις οικονομίες και τις αγορές. Τα οφέλη αυτά σχετίζονται με τη διατήρηση διευκολυντικών συνθηκών ρευστότητας στις τράπεζες και την οικονομία και την αποφυγή διαταραχών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε περίπτωση απότομης αύξησης των επιτοκίων στις αγορές.
Δεύτερον, ως κεντρικοί τραπεζίτες κατανοούμε πλέον πολύ καλύτερα πώς λειτουργεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα και πώς μπορούν να αναπτυχθούν κίνδυνοι για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έχουν γίνει πολλά ώστε να καταστεί το σύστημα πολύ ασφαλέστερο από ό,τι ήταν πριν από 10 χρόνια και όσο το δυνατόν πιο ανθεκτικό. Οι ενέργειες αυτές έχουν κινηθεί σε διάφορες κατευθύνσεις, που περιλαμβάνουν όχι μόνο την αποτελεσματικότερη εποπτεία, αλλά και την ενίσχυση των κεφαλαιακών αποθεμάτων και της ρευστότητας των τραπεζών, τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και την ανάπτυξη εργαλείων μακροπροληπτικής εποπτείας για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας σε τυχόν κλονισμούς. Τα αποτελέσματα της εφετινής πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) έδειξαν ότι την τελευταία διετία οι τράπεζες έχουν γίνει ανθεκτικότερες σε χρηματοπιστωτικούς κλονισμούς.
Τρίτον, έχουμε επίσης κάνει τολμηρά βήματα για την ισχυροποίηση της ζώνης του ευρώ. Σε εθνικό επίπεδο, οι χώρες της ζώνης του ευρώ έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς και στο δημοσιονομικό τομέα με στόχο την ενίσχυση της ευρωστίας των δημόσιων οικονομικών. Η Τραπεζική Ένωση (με Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό, Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης των τραπεζών και κοινό Σύστημα Ασφάλισης Καταθέσεων, που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί αλλά είναι ύψιστης σημασίας) έχει συντελέσει ώστε να δημιουργηθεί ένας περισσότερο ενοποιημένος και πιο αποτελεσματικός ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας με υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια. Σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, μπορεί να στηρίξει την ενιαία αγορά και να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.
Τέταρτον, πολλές προκλήσεις παραμένουν και χρειάζεται να γίνουν ακόμη πολλά. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα συνεχώς εισάγει καινοτομίες, ενώ το έργο των κανονιστικών αρχών έπεται με κάποια χρονική υστέρηση. Μάλιστα, ορισμένα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που ασκούν δραστηριότητες παρόμοιες με αυτές των τραπεζών χωρίς να έχουν άδεια να λειτουργούν ως τράπεζες (πρόκειται για τα λεγόμενα σκιώδη τραπεζικά ιδρύματα) δεν υπόκεινται σε επαρκή παρακολούθηση και εποπτεία. Προκλήσεις επίσης εξακολουθούν να υπάρχουν πέραν του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως π.χ. οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι που παραμένουν αυξημένοι, οι εμπορικές διενέξεις ή οι κίνδυνοι κυβερνοεπιθέσεων. Ως κεντρικές τράπεζες, οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένες για όλα τα ενδεχόμενα.
Πέμπτον, ένα σημαντικό δίδαγμα είναι ότι πρέπει να θωρακιστεί η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, τόσο απέναντι σε πολιτικές παρεμβάσεις όσο και απέναντι σε επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία μερικές φορές επιχειρούν να ασκήσουν επιρροή στις εποπτικές και άλλες αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών. Οι κεντρικές τράπεζες, από την πλευρά τους, έχουν καθήκον να λένε την αλήθεια, να εξηγούν την κατάσταση της οικονομίας και να παρουσιάζουν τις προβλέψεις τους ανεπηρέαστες από οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή. Άλλωστε, αυτό θα πρέπει να αποτελεί μέρος της επικοινωνιακής τους πολιτικής.
Σε κάποιον που, όπως εγώ, ενδιαφέρεται πολύ για την οικονομική ιστορία, είναι σαφές ότι «όποιος δεν θυμάται το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει». Δεν αρκεί όμως να μπορούμε να μαθαίνουμε από τα λάθη του παρελθόντος. Χρειαζόμαστε επίσης και όραμα, ώστε να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Ταυτόχρονα, έχουμε καθήκον να ενισχύσουμε το δίχτυ ασφαλείας και να δημιουργήσουμε τα εργαλεία ώστε να περιορίσουμε τις συνέπειες και τη διάρκεια των υφεσιακών διαταραχών, σε περίπτωση υλοποίησης των κινδύνων.
Η ελληνική κρίση δημόσιου χρέους και οι επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία και τον τραπεζικό τομέα
Σε αντίθεση με άλλες χώρες που βίωσαν κρίση, στην Ελλάδα η κρίση δεν ξεκίνησε από τον τραπεζικό τομέα. Τα γενεσιουργά αίτια της ελληνικής κρίσης εντοπίζονται στις σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες οι οποίες συσσωρεύονταν επί πολύ καιρό και οδήγησαν στην κρίση δημόσιου χρέους που εκδηλώθηκε το 2010.
Σε ένα δυσμενές οικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον παγκοσμίως, το Ελληνικό Δημόσιο έχασε την εμπιστοσύνη των αγορών και την πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων λόγω της επιδείνωσης των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας, σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα των επενδυτών. Αυτές οι συνθήκες κατέστησαν αναγκαία την προσφυγή της χώρας σε εξωτερική οικονομική στήριξη. Για να αντιμετωπιστεί η κρίση δημόσιου χρέους που δημιουργήθηκε, χρειάστηκαν τρία Μνημόνια Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και μία σημαντική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους (το λεγόμενο PSI) το 2012.
Η πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή που ακολούθησε επέτεινε την ένταση των αρχικών κλονισμών της οικονομίας, με αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ να υποστεί σωρευτική μείωση κατά 25% και πλέον, η ανεργία να εκτιναχθεί σε επίπεδα ιστορικώς υψηλά για τη μεταπολεμική περίοδο και το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα να υποχωρήσει σημαντικά. Εν ολίγοις, θα μπορούσε κανείς να πει ότι σε εθνικό επίπεδο η ελληνική κρίση υπήρξε σφοδρότερη από ό,τι η κρίση του 1929.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το τίμημα για τον τραπεζικό τομέα υπήρξε βαρύ. Σημειώθηκε μεγάλη επιδείνωση στα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών και ιδίως στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου τους. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων επί του συνόλου των ανοιγμάτων στην Ελλάδα έφθασε στο 45% περίπου το 2016, περιορίζοντας σοβαρά τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου των τραπεζών.
Λόγω της έλλειψης ρευστότητας, ο διαμεσολαβητικός ρόλος των τραπεζών υπονομεύθηκε και η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας περιορίστηκε σημαντικά. Επιπλέον, από το Σεπτέμβριο του 2009 έως το Δεκέμβριο του 2015 οι καταθέσεις μειώθηκαν σημαντικά κατά 117 δισεκ. ευρώ περίπου (ή 49%), εν μέρει λόγω της αβεβαιότητας των καταθετών σχετικά με το μακροοικονομικό περιβάλλον και τις προοπτικές της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειωθεί ότι η δυνατότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να παρέχουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία περιορίστηκε ακόμη περισσότερο λόγω της υπερκυκλικότητας των κεφαλαιακών απαιτήσεων, καθώς σε περιόδους παρατεταμένης ύφεσης η κεφαλαιακή βάση χρησιμοποιείται ως περιθώριο ασφαλείας για την αντιμετώπιση απροσδόκητων κινδύνων. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες έπρεπε να επιτύχουν ακόμη υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, με αποτέλεσμα να τους είναι ακόμη πιο δύσκολο να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.
Η παρατεταμένη ύφεση, σε συνδυασμό με τα μέτρα λιτότητας, οδήγησε σε σημαντική άνοδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των ζημιών απομείωσης, υπονομεύοντας την κερδοφορία των τραπεζών. Το τραπεζικό σύστημα άρχισε να καταγράφει ζημίες το α΄ τρίμηνο του 2010, ενώ η κεφαλαιακή του βάση άρχισε να διαβρώνεται. Παρά τις προσπάθειες ενίσχυσης της οργανικής κερδοφορίας, ο σχηματισμός υψηλών προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο οδήγησε σε σειρά ζημιογόνων χρήσεων, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2015.
Επιπλέον, λόγω του δυσμενούς μακροοικονομικού περιβάλλοντος, από το τέλος του 2010 υπήρξε σημαντική πιστωτική συρρίκνωση: μεταξύ Δεκεμβρίου 2010 και Δεκεμβρίου 2015, το υπόλοιπο των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα κατέγραψε σωρευτική μείωση γύρω στα 54 δισεκ. ευρώ (άνω του 20%). Μειώθηκε η ζήτηση πιστώσεων, τόσο εκ μέρους των επιχειρήσεων, σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιχειρηματικών κινδύνων, όσο και εκ μέρους των νοικοκυριών, λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση και της δυνατότητάς τους να εξυπηρετούν τα χρέη τους. Επιπροσθέτως, η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και τις αναλήψεις μετρητών στο τέλος Ιουνίου του 2015 επέδρασε αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα. Οι επιπτώσεις φαίνεται ότι υπήρξαν λιγότερο σοβαρές από ό,τι αναμενόταν, χάρη στη θετική συμβολή των καθαρών εξαγωγών και τη μικρότερη από το προβλεπόμενο μείωση της καταναλωτικής δαπάνης. Όμως, παρατηρήθηκαν δυσμενείς επιδράσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον και σε συγκεκριμένους τομείς όπως η ναυτιλία και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Η αντίδραση των αρχών
Τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα την τελευταία οκταετία είχαν στόχο να αντιμετωπίσουν τα δίδυμα ελλείμματα (δηλ. το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) και τις διαρθρωτικές αδυναμίες από τις οποίες έπασχε η οικονομία επί δεκαετίες. Τα επιτεύγματα μέχρι τώρα υπήρξαν εντυπωσιακά:
• Πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή: Την περίοδο 2013-2017 εξαλείφθηκε το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης και, για πρώτη φορά από το 2001, μεταστράφηκε σε πλεόνασμα, το οποίο διατηρείται έκτοτε επί πέντε συνεχή έτη.
• Βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας: Το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, το οποίο υπερέβαινε το 15% του ΑΕΠ του 2008, ουσιαστικά εξαλείφθηκε, ανακτήθηκε σημαντικό μέρος της σωρευτικής απώλειας ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας έναντι των εμπορικών μας εταίρων και το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 19,0% το 2009 σε 33,2% σήμερα. Ως αποτέλεσμα έχει αυξηθεί σημαντικά η
εξωστρέφεια της οικονομίας και έχει αρχίσει η αναδιάρθρωσή της υπέρ κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό.
• Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως στην αγορά εργασίας, αλλά και στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και στη δημόσια διοίκηση. Σημαντικές μεταρρυθμίσεις υλοποιήθηκαν επίσης στο φορολογικό σύστημα, τη φορολογική διοίκηση και στο ασφαλιστικό σύστημα.
Από την πλευρά της, η Τράπεζα της Ελλάδος παρενέβη άμεσα και αποτελεσματικά για να διαφυλάξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επιτεύχθηκε αναδιάταξη, ενοποίηση και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, μετά από αυστηρές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) σε συνδυασμό με εξονυχιστικές αξιολογήσεις της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών. Αυτό επέτρεψε στον τραπεζικό τομέα να ενισχύσει την ανθεκτικότητά του στην κρίση και στην εκροή καταθέσεων.
Ειδικότερα όσον αφορά την αντιμετώπιση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι ενέργειες των αρχών κινήθηκαν σε τρεις άξονες:
• Ενίσχυση του εποπτικού πλαισίου της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ). Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM), εξέδωσε εποπτικές οδηγίες για την εσωτερική διαχείριση των ΜΕΑ και συμφώνησε με τις τράπεζες επιχειρησιακούς στόχους για την περίοδο Ιουνίου 2017-Δεκεμβρίου 2019, που οδηγούν σε μείωση των ΜΕΑ κατά 37%. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθεί την πρόοδο ως προς την επίτευξη των στόχων για τα ΜΕΑ και τους σχετικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων μέσω ενός ενισχυμένου πλαισίου υποβολής εποπτικών αναφορών. Το σχετικό πλαίσιο έχει αναθεωρηθεί ώστε να καλύπτει την περίοδο μέχρι το τέλος του 2021 και να εναρμονιστεί πλήρως με τις οδηγίες του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού σχετικά με τα ΜΕΑ.
• Άρση των νομικών, δικαστικών και διοικητικών εμποδίων στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μεταξύ άλλων, υπήρξε βελτίωση του πλαισίου αφερεγγυότητας των νοικοκυριών, απλούστευση και επιτάχυνση των νομικών διαδικασιών, ενίσχυση των δικαιωμάτων εκείνων των πιστωτών οι οποίοι κατέχουν εξασφαλίσεις και θεσπίστηκε η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και του δημόσιου τομέα που συμμετέχουν στην αναδιάρθρωση χρεών επιχειρήσεων, θεσπίστηκε ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων και διαγραφών και τέθηκαν σε λειτουργία η πλατφόρμα για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και η πλατφόρμα διενέργειας ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
• Δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση και απόκτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε 14 μη τραπεζικές εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, και έχουν αρχίσει να γίνονται μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων προς αυτές από τράπεζες ή εταιρίες απόκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επίσης, απελευθερώθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι πωλήσεις δανείων και έχουν πωληθεί σε τρίτους επενδυτές μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ονομαστικής αξίας 12 δισεκ. ευρώ.
Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν σαφώς ότι ο εγχώριος τραπεζικός τομέας έχει υποστεί βαθιές αλλαγές όσον αφορά τη διάρθρωσή του, αλλά και το πλαίσιο της παρακολούθησης και εποπτείας του. Μερικές από αυτές τις αλλαγές υπήρξαν δαπανηρές και επώδυνες: επί παραδείγματι, η εξυγίανση 14 τραπεζών δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει χωρίς θυσίες, ούτε και οι τρεις γύροι ανακεφαλαιοποιήσεων, που είχαν σημαντικές επιπτώσεις στους μετόχους των τραπεζών, είτε από τον ιδιωτικό είτε από το δημόσιο τομέα.
Πάντως, οι πρωτοβουλίες αυτές βοήθησαν τόσο τις συστημικές τράπεζες όσο και τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα να δημιουργήσουν ικανού ύψους κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας. Επίσης, μια από τις συνέπειες της κρίσης στον ελληνικό τραπεζικό τομέα ήταν ότι βρέθηκε επανειλημμένως υπό το μικροσκόπιο των εποπτικών αρχών. Χαρακτηριστικά, από το 2010 μέχρι σήμερα έχουν διεξαχθεί έξι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στις ελληνικές τράπεζες, εκ των οποίων οι τέσσερις συνδυάστηκαν με εξονυχιστικό έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού τους. Οι ασκήσεις αυτές υπήρξαν επίπονες και απαίτησαν σημαντικό χρόνο και πόρους.
Από την άλλη πλευρά όμως, οι ασκήσεις απέφεραν ορισμένα σημαντικά οφέλη: Πρώτον, έγινε κατ’ επανάληψη υπολογισμός των πιστωτικών ζημιών, οπότε η πιθανότητα απροσδόκητων ζημιών είναι σήμερα μικρότερη από ποτέ άλλοτε. Δεύτερον, επειδή οι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων υποχρεωτικά περιλαμβάνουν ένα δυσμενές σενάριο, προσδιορίστηκαν τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας που θα πρέπει να διαθέτουν οι τράπεζες προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τυχόν πρόσθετες πιστωτικές ζημίες και οι τράπεζες άντλησαν εποπτικά κεφάλαια υψηλής ποιότητας για να ενισχύσουν αυτά τα αποθέματα ασφαλείας. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο το ότι οι ελληνικές τράπεζες αναθεώρησαν ριζικά την πολιτική τους όσον αφορά το σχηματισμό προβλέψεων αφότου άρχισε να εφαρμόζεται η μεθοδολογία του ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού τους και έγινε επανυπολογισμός των αναμενόμενων συνολικών ζημιών με βάση την εξέλιξη των παραμέτρων του πιστωτικού κινδύνου.
Τα διδάγματα της ελληνικής τραπεζικής κρίσης
Ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας ιστορικός Θουκυδίδης θεωρούσε το έργο του «κτῆμα ἐς ἀεὶ» «ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ». Με το ίδιο πνεύμα, πρέπει να αναλογιστούμε με προσοχή τι μας δίδαξε η βαθιά και παρατεταμένη ελληνική τραπεζική κρίση.
Το πρώτο δίδαγμα είναι ότι μια καλά σχεδιασμένη και αποφασιστική αντίδραση των αρμόδιων αρχών μπορεί να μετριάσει τις επιπτώσεις των διαταραχών. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με την Πολιτεία και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, συνέβαλε στην ίδρυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και στην εξασφάλιση επαρκών πόρων (10 δισεκ. ευρώ σε πρώτη φάση και στη συνέχεια συνολικά 50 δισεκ. ευρώ) για την ανακεφαλαιοποίηση και αναδιάταξη του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Επίσης διεξήγαγε εξονυχιστικές διαγνωστικές μελέτες της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών καθώς και ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, σε συνεργασία με διεθνείς συμβούλους, για την εκτίμηση των επιπτώσεων της κρίσης στις ελληνικές τράπεζες. Επιπλέον, ανέπτυξε μια συνολική στρατηγική για την αποτελεσματική εφαρμογή του νέου πλαισίου εξυγίανσης των τραπεζών και προέβη σε αξιολόγηση βιωσιμότητας. Όσες τράπεζες κρίθηκαν μη βιώσιμες εξυγιάνθηκαν ομαλά και χωρίς ούτε ένας καταθέτης να υποστεί την παραμικρή ζημία. Τέλος, η Τράπεζα διαμόρφωσε ένα ενισχυμένο εποπτικό πλαίσιο διαχείρισης των ΜΕΑ, συμπεριλαμβανομένου ενός πλαισίου επιχειρησιακών στόχων για τη μείωσή τους, αναγνωρίζοντας ότι η ποιότητα του ενεργητικού είναι ο κυριότερος παράγοντας που καθορίζει τις επιδόσεις του τραπεζικού τομέα. Συμπερασματικά, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα διαφυλάχθηκε με την άμεση εφαρμογή πολιτικών ικανών να αντιμετωπίσουν τους υφιστάμενους κινδύνους.
Το δεύτερο δίδαγμα είναι η σημασία της απαρέγκλιτης εφαρμογής. Παραδείγματος χάριν, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν δίστασε να προχωρήσει στην εξυγίανση μη βιώσιμων τραπεζών, εμπορικών και συνεταιριστικών, συμβάλλοντας έτσι στην ενοποίηση και αναδιάταξη του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Από αυτή τη διαδικασία προέκυψαν τέσσερις συστημικές τράπεζες, οι οποίες κατόρθωσαν να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια σε τρεις διαδοχικούς γύρους ανακεφαλαιοποιήσεων. Έτσι κατέστη δυνατή η μείωση του μεγέθους του ελληνικού τραπεζικού τομέα, μέσω του εξορθολογισμού του προσωπικού, του δικτύου και των λειτουργικών εξόδων, σε αντιστοιχία με τη μείωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας. Επιπλέον, η Τράπεζα της Ελλάδος δημιούργησε έναν πλήρη μηχανισμό υποβολής εποπτικών πληροφοριών εκ μέρους των τραπεζών και διεξήγαγε αξιολογήσεις των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού και επιτόπιους ελέγχους για τη στενή παρακολούθηση της εφαρμογής του ενισχυμένου πλαισίου διαχείρισης των ΜΕΑ, εξασφαλίζοντας έτσι ότι η εξυγίανση των ισολογισμών αποτελεί την κορυφαία προτεραιότητα όλων των ελληνικών τραπεζών. Παράλληλα, η Τράπεζα συνέβαλε στην προσπάθεια για τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, χορηγώντας άδειες λειτουργίας σε εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων και παρακολουθώντας τις πωλήσεις και τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεταρρυθμίσεις και οι πρωτοβουλίες έχουν απτά αποτελέσματα μόνο εφόσον εφαρμόζονται σωστά.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος υπήρξε εγγυήτρια της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, προστατεύοντας στο ακέραιο όλες τις καταθέσεις (ανεξαρτήτως κατηγορίας και ύψους), στηρίζοντας την οικονομία και υπηρετώντας το δημόσιο συμφέρον. Η αντίδρασή μας επικεντρώθηκε σε δύο μεγάλα μέτωπα: αφενός στην εξασφάλιση της παροχής επαρκούς ρευστότητας και αφετέρου στη διαχείριση της ανακεφαλαιοποίησης, εξυγίανσης και αναδιάταξης του τραπεζικού τομέα.
Όσον αφορά την παροχή ρευστότητας, η Τράπεζα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην εξασφάλιση της απρόσκοπτης παροχής ρευστότητας στις τράπεζες, ασκώντας μία από τις αρχαιότερες λειτουργίες της κεντρικής τράπεζας, αυτή του δανειστή έσχατης προσφυγής. Επανειλημμένως η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγούσε έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα (ELA) στο τραπεζικό σύστημα. Με αυτό τον τρόπο συνέβαλε στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και στην αποτροπή μιας τραπεζικής κρίσης.
Σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της ανακεφαλαιοποίησης, εξυγίανσης και αναδιάταξης του τραπεζικού τομέα, η Τράπεζα, στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής, επιδίωξε την ενίσχυση των βιώσιμων πιστωτικών ιδρυμάτων και την εκκαθάριση των μη βιώσιμων, διαφυλάσσοντας παράλληλα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Προς το σκοπό αυτό, έγιναν αξιολογήσεις της βιωσιμότητας και των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών.
Αφού η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολόγησε κάθε τράπεζα με βάση συγκεκριμένα εποπτικά και επιχειρησιακά κριτήρια, όσες τράπεζες κρίθηκαν μη βιώσιμες εξυγιάνθηκαν και τελικά απορροφήθηκαν από συστημικές τράπεζες. Το συγκεκριμένο εργαλείο εξυγίανσης που εφαρμόστηκε επιλέχθηκε με βάση δύο κυρίως κριτήρια. Πρώτον, η εξυγίανση να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να μη διαταραχθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Γι’ αυτό και κατά κανόνα οι καταθέσεις των πελατών των τραπεζών που εξυγιάνθηκαν μεταβιβάστηκαν σε συστημικές τράπεζες. Επιπλέον, με τη διαδικασία αυτή διασφαλίστηκε η ελαχιστοποίηση των όποιων επιδράσεων στους καταθέτες των τραπεζών που εξυγιάνθηκαν. Καθώς έχουν γίνει με επιτυχία 14 τέτοιες εξυγιάνσεις από το 2011, η διαδικασία αυτή διευκόλυνε και τη σημαντική αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα, εξαλείφοντας το πλεονάζον δυναμικό της τραπεζικής αγοράς.
Όσες τράπεζες κρίθηκαν βιώσιμες ανακεφαλαιοποιήθηκαν. Ο πρώτος γύρος ανακεφαλαιοποίησης, ο οποίος κατέστη αναγκαίος λόγω και των επιπτώσεων του PSI, ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2013, με τη χρήση ιδιωτικών κεφαλαίων σε συνδυασμό με πόρους του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Ο δεύτερος γύρος ανακεφαλαιοποίησης έλαβε χώρα το 2014 μετά από μια μακροπροληπτική άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και πραγματοποιήθηκε εξ ολοκλήρου με τη συμμετοχή επενδυτών από τον ιδιωτικό τομέα.
Στο τέλος του 2015 έγινε νέα ανακεφαλαιοποίηση. Στο πλαίσιο της συμφωνίας για το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής προβλέφθηκε ποσό 25 δισεκ. ευρώ για το τραπεζικό σύστημα. Τον Αύγουστο του 2015 η ΕΚΤ διενήργησε έλεγχο ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού (Asset Quality Review – AQR) και άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες. Με την άσκηση αυτή προσδιορίστηκαν οι κεφαλαιακές ανάγκες σύμφωνα με ένα βασικό μακροοικονομικό σενάριο και ένα σενάριο δυσμενών εξελίξεων. Το ποσό κεφαλαίων που αντλήθηκε (14,4 δισεκ. ευρώ) κάλυπτε τις κεφαλαιακές ανάγκες βάσει του δυσμενούς σεναρίου. Χάρη στις συντονισμένες προσπάθειες των ελληνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, έγιναν επιτυχημένες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα μέχρι το Δεκέμβριο του 2015 να καλυφθεί πλήρως η κεφαλαιακή υστέρηση και μάλιστα κεφάλαια ύψους 9 δισεκ. ευρώ προήλθαν από επενδυτές του ιδιωτικού τομέα. Οι προσπάθειες αυτές ελαχιστοποίησαν τη συμμετοχή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και συνέβαλαν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των ελληνικών τραπεζών.
Μετά από τρεις γύρους ανακεφαλαιοποιήσεων, σήμερα οι ελληνικές τράπεζες έχουν σχετικά υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και διαθέτουν επαρκή κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας για να απορροφήσουν επιπλέον πιστωτικές ζημίες, όπως έδειξε η πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2018. Επίσης έχουν βελτιώσει σημαντικά τη ρευστότητά τους, μειώνοντας την εξάρτησή τους από την κεντρική τράπεζα για χρηματοδότηση, ανακτώντας την πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά και προβαίνοντας σε τιτλοποιήσεις δανείων και εκδόσεις καλυμμένων ομολογιών, τρεις εκ των οποίων έχουν ήδη αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα. Ταυτόχρονα, οι καταθέσεις πελατών αυξάνονται σταδιακά.
Μελλοντικές προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα
Στην πορεία του προς την ανάκαμψη, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας βρίσκεται αντιμέτωπος με τις εξής αλληλένδετες προκλήσεις:
• Μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
• Αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών.
• Διαμόρφωση ενός βιώσιμου μοντέλου λειτουργίας.
Η αποτελεσματική διαχείριση των ΜΕΑ έχει τεράστια σημασία για τη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Σύμφωνα με στοιχεία τέλους Ιουνίου του 2018, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έφθασε τα 88,6 δισεκ. ευρώ το ανώτατο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016. Μέχρι σήμερα, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προέρχεται κατά κύριο λόγο από διαγραφές και σε μικρότερο βαθμό από πωλήσεις δανείων. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παραμένει επίμονα ένας από τους υψηλότερους στη ζώνη του ευρώ (47,6%). Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα, μένει να γίνουν ακόμη πολλά. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη υποβάλει αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΑ, οι οποίοι καλύπτουν το διάστημα μέχρι το 2021. Κατά την προσεχή περίοδο, αυξημένη συμβολή στη μείωση των ΜΕΑ αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις δανείων, οι εισπράξεις δανείων, η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και οι επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων, ούτως ώστε το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των ανοιγμάτων να υποχωρήσει σε περίπου 20% ή χαμηλότερα.
Η εξυγίανση των ισολογισμών θα είναι πολλαπλώς επωφελής για τις τράπεζες. Πρώτον, θα μειώσει το κόστος του πιστωτικού κινδύνου, το οποίο παραμένει πολύ υψηλότερο από το προ της κρίσης επίπεδό του και απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων των τραπεζών πριν από προβλέψεις. Το απαγορευτικά υψηλό κόστος του πιστωτικού κινδύνου διατηρεί υψηλό το περιθώριο διαμεσολάβησης, αυξάνοντας το κόστος χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ζήτηση δανείων και να διαβρώνεται η ανταγωνιστικότητα. Δεύτερον, θα ενισχύσει τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών, δεδομένου ότι κατά κανόνα τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού δεν αποφέρουν τόκους. Τρίτον, μπορεί να μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών, στο βαθμό που βοηθά να μετριαστούν οι ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα του ενεργητικού και τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητά τους. Τέταρτον, θα μειώσει το διοικητικό βάρος και το λειτουργικό κόστος της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων στοιχείων ενεργητικού. Τέλος, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων απασχολεί, όπως είναι φυσικό, τις διοικήσεις των τραπεζών και δεν τις αφήνει να επικεντρωθούν στην αναζήτηση επικερδών αναπτυξιακών ευκαιριών. Σε τελική ανάλυση, έργο των τραπεζών δεν είναι η διαχείριση προβληματικών στοιχείων ενεργητικού.
Επιπλέον, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να επηρεάσει και αυτό με τη σειρά του το μακροοικονομικό περιβάλλον. Ένας από τους κύριους διαύλους μέσω των οποίων συμβαίνει αυτό είναι η αρνητική επίδραση που ασκούν στην προσφορά πιστώσεων δεσμεύοντας τραπεζικά κεφάλαια και χρηματοδοτικούς πόρους σε μη παραγωγικές τοποθετήσεις. Επίσης, τα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων προκαλούν στρεβλώσεις στην κατανομή των πιστώσεων, καθώς οι τράπεζες διατηρούν τεχνητά στη ζωή μη βιώσιμες επιχειρήσεις προκειμένου να αποφύγουν ή να αναβάλουν την αναγνώριση των ζημιών από τα δάνεια που τους έχουν χορηγήσει, εις βάρος των επιχειρήσεων που είναι ανταγωνιστικές και έχουν καλύτερες αναπτυξιακές προοπτικές. Όλοι αυτοί οι λόγοι καθιστούν αναγκαία την αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών σε μια οικονομία που χαρακτηρίζεται από υστέρηση της αποταμίευσης έναντι των επιθυμητών επενδύσεων, καθώς και από συνεχή απομόχλευση. Έχει επαρκώς τεκμηριωθεί ότι η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό (creditless recovery) είναι ασθενέστερη, κυρίως επειδή η έλλειψη τραπεζικών πιστώσεων επηρεάζει τις επενδύσεις.
Ωστόσο, μια τέτοια ανάκαμψη δεν είναι αποδεκτή, δεδομένου ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που δρουν ανασχετικά στην αύξηση του δυνητικού προϊόντος, όπως το υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους και οι αρνητικές δημογραφικές τάσεις. Η βελτίωση της ρευστότητας των τραπεζών, χάρη στη σταδιακή άνοδο των καταθέσεων, στην αυξημένη πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά δανείων με εξασφάλιση και σε μια σειρά εκδόσεων καλυμμένων ομολογιών και τιτλοποιήσεων, είναι ενθαρρυντική εξέλιξη. Πολύ σημαντικό είναι ότι η απεξάρτηση των τραπεζών από την κεντρική τράπεζα για χρηματοδότηση μέσω του μηχανισμού έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) θα τους επιτρέψει να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν αξιόπιστα μεσοπρόθεσμα σχέδια πιστωτικής επέκτασης. Με αυτά τα δεδομένα, θα μπορέσουν να δώσουν προτεραιότητα στη χρηματοδότηση μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων για κεφάλαιο κίνησης ή επενδυτικά προγράμματα. Είναι επίσης σημαντικό να αποκατασταθεί η πρόσβαση του τομέα των νοικοκυριών σε πιστώσεις μετά από μια παρατεταμένη περίοδο σχεδόν πλήρους διακοπής τους.
Ερχόμαστε τώρα σε μια άλλη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι διοικήσεις των τραπεζών: να καθιερώσουν ένα βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας για τις ελληνικές τράπεζες. Κατά τη διάρκεια της κρίσης οι ελληνικές τράπεζες υποχρεώθηκαν, όπως προέβλεπαν τα σχέδια αναδιάρθρωσής τους που συμφωνήθηκαν με τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της έγκρισης της κρατικής ενίσχυσης που θα λάμβαναν, να περιορίσουν σημαντικά τις διεθνείς εργασίες τους και από τις εγχώριες εργασίες τους εκείνες που δεν είναι αμιγώς τραπεζικές. Ως εκ τούτου, οι εγχώριες παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες αποτελούν πλέον τη βασική πηγή της οργανικής κερδοφορίας τους και αυτό θα συνεχιστεί σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Αναμφίβολα, οι τράπεζες στην Ελλάδα καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που επιεικώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απαιτητικό, ενώ ορισμένοι από τους καλύτερους πελάτες τους, δηλ. οι μεγάλες εξωστρεφείς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, έχουν τη δυνατότητα να αντλούν χρηματοδότηση απευθείας από τις διεθνείς αγορές ομολόγων με σχετικά ευνοϊκούς όρους. Σε αυτό το πλαίσιο, η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία, σε συνδυασμό με άλλες προσπάθειες περιστολής του λειτουργικού κόστους, μπορεί να βελτιώσει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα των τραπεζών, η οποία είναι ήδη εφάμιλλη αυτής των ευρωπαϊκών. Η ανάπτυξη εργασιών που αποφέρουν έσοδα από προμήθειες (π.χ. διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, τραπεζοασφάλειες κ.λπ.) μπορεί επίσης να συμβάλει στη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων τους. Αυτονόητο είναι βεβαίως ότι η αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.
Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Κυρίες και κύριοι,
Πιστεύω ότι έχουμε σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην αντιμετώπιση πολλών προκλήσεων. Για μας, ο απώτερος στόχος της αντιμετώπισης αυτών των προκλήσεων είναι η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής οικονομίας, ελκυστικής για ξένες άμεσες επενδύσεις, με κατά κεφαλήν εισόδημα που θα συγκλίνει σταδιακά προς αυτό των υπόλοιπων χωρών της ζώνης του ευρώ, με δημόσια οικονομικά που θα είναι βιώσιμα όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσομακροπρόθεσμα, με πλήρη πρόσβαση στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές υπό βιώσιμους όρους και με έναν τραπεζικό τομέα που θα είναι σε θέση να επιτελεί αποτελεσματικά τον κύριο ρόλο του, δηλαδή να χρηματοδοτεί την πραγματική οικονομία. Επιτρέψτε μου να κλείσω λέγοντας ότι η βελτίωση του ελληνικού τραπεζικού τοπίου, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και η εξάλειψη ορισμένων παραγόντων κινδύνου είναι θετικά στοιχεία που αναμένεται να αποτελέσουν βασικό μοχλό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.