Η μετάβαση στο νέο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο της Φερεγγυότητας ΙΙ έχει πλέον ολοκληρωθεί και ήδη ο κλάδος λειτουργεί σύμφωνα με τους κοινούς κανόνες της, τόνισε ο Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στην Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος.
«Με βάση τη μέχρι σήμερα εμπειρία, μπορώ να πω ότι οι εγχώριες επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλισης κατάφεραν να επιτύχουν καλό βαθμό προσαρμογής στα νέα δεδομένα, αντανακλώντας την αποτελεσματική, με την καθοδήγηση και του επόπτη, προετοιμασία τους. Είναι ιδιαίτερα θετικό ότι η ασφαλιστική αγορά δεν αντιμετώπισε φοβικά το νέο πλαίσιο, αλλά αναγνώρισε τα οφέλη που θα προκύψουν από τη συμβολή του στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών προς αυτόν τον πυλώνα ασφάλισης, η δραστηριότητα του οποίου σήμερα υπολείπεται άλλων ευρωπαϊκών χωρών», τόνισε.
Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι «η άσκηση επιβεβαίωσε την ευαισθησία του κλάδου στο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, το οποίο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα ασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναπτύσσουν ή διατηρούν επιχειρηματικά πρότυπα βασισμένα στην παροχή μακροχρόνιων χρηματοοικονομικών εγγυήσεων.
Συνεπώς, δεν υπάρχει περιθώριο για εφησυχασμό, και οφείλουμε όλοι να είμαστε σε συνεχή εγρήγορση και εποικοδομητική συνεργασία, για να διασφαλίσουμε ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα παραμείνουν σε βιώσιμη τροχιά».
Κατά τον Γιάννη Στουρνάρα, «η ύπαρξη προοπτικών ανάπτυξης για τον ασφαλιστικό κλάδο στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται από τις παρατηρούμενες επενδυτικές κινήσεις, στο πλαίσιο των οποίων εντός του 2016 έλαβαν χώρα σημαντικές μεταβολές στη μετοχική σύνθεση ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Για να ενισχυθούν οι προοπτικές ανάπτυξης απαιτείται φυσικά, πέρα από τις προσπάθειές σας, η δυνατότητα των καταναλωτών να μπορούν να αυξήσουν την κατά κεφαλήν ασφαλιστική δαπάνη αλλά και η θετική προσέγγιση της Πολιτείας στον θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης».
«Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η χαμηλή διείσδυση των ασφαλιστικών προϊόντων στην ελληνική αγορά σε κλάδους μη υποχρεωτικής ασφάλισης (π.χ. ασφαλίσεις πυρός, σεισμού, πλημμύρας), καθώς και η αποφυγή ασφάλισης σε κλάδους υποχρεωτικής εκ του νόμου ασφάλισης (αστική ευθύνη οχημάτων), επιφέρουν απτές συνέπειες, τόσο κοινωνικές (κίνδυνος από ανασφάλιστα οχήματα, μη κάλυψη σε περίπτωση επέλευσης φυσικών καταστροφών) όσο και δημοσιονομικές, στον βαθμό που καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Επίσης, στη βάση του συνταξιοδοτικού ζητήματος που έχει διαμορφωθεί, η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά προς τον δημόσιο πυλώνα ασφάλισης και να ενισχύσει τις συνταξιοδοτικές παροχές των ασφαλισμένων. Πρέπει λοιπόν η Πολιτεία να εξετάσει σοβαρά τη δυνατότητα δημιουργίας προϋποθέσεων και κινήτρων που να διευκολύνουν την πρόσβαση νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην ασφαλιστική αγορά, και κυρίως πολιτικών που θα οδηγήσουν σε βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος».