Χιλιάδες Ελληνες που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό μπορούν να φορολογούνται εκεί για τα εισοδήματα από την εργασία τους, ακόμα κι αν έχουν εδώ την οικογένειά τους και το σπίτι τους.
Τη δυνατότητα φορολόγησης εκτός Ελλάδος για όσα κερδίζουν στην αλλοδαπή αναγνωρίζει με σημαντική απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ).
Η απόφαση εκδόθηκε πριν από λίγες ημέρες και έλυσε ουσιαστικά θέματα σχετικά με τη φορολογική κατοικία και τη διακίνηση χιλιάδων εργαζομένων στο εξωτερικό, σε μια εποχή που η διαρροή ανθρώπινου δυναμικού στην αλλοδαπή, λόγω της οικονομικής κρίσης, είναι μεγάλη.
Πρόκειται για την απόφαση με αριθμό 1445 του 2016, που εκδόθηκε από το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο του δικαστηρίου, Ε. Σαρπ, στο πλαίσιο της λεγόμενης πιλοτικής δίκης – διαδικασίας, δηλαδή που είναι σύντομη ως προς την εκδίκαση μιας υπόθεσης, προκειμένου να λυθούν, μια και καλή, σοβαρά νομικά θέματα που αφορούν πολύ κόσμο.
Ολα ξεκίνησαν όταν στο τέλος Φεβρουαρίου φέτος, Γερμανός υπήκοος, που είναι παντρεμένος με Ελληνίδα που ζει και εργάζεται στην Ελλάδα και με την οποία έχουν και ένα παιδάκι, προσέφυγε στα Διοικητικά Δικαστήρια ζητώντας έννομη προστασία, διότι οι φορολογικές αρχές (ΔΟΥ Χολαργού) δεν δέχθηκαν το αίτημά του να εκκαθαριστεί η κοινή δήλωση που υπέβαλε με τη σύζυγό του για τα εισοδήματα του 2014 χωρίς τα εισοδήματα που ο ίδιος κερδίζει ως αρχιτέκτονας στη Γερμανία.
Ο προϊστάμενος της ΔΟΥ, αλλά αργότερα και η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Eσόδων ενώπιον της οποίας ασκήθηκε προσφυγή, απάντησε στον φορολογούμενο ότι ως έγγαμος υποχρεούται να υποβάλει κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος με τη σύζυγό του, η οποία, παρεμπιπτόντως, είναι δημόσιος λειτουργός (δικαστής), διότι: κατά την ελληνική νομοθεσία, νόμος 4172 του 2013, και οι δύο θεωρούνται φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδος και πρέπει εδώ να δηλώσουν –και να φορολογηθεί– το παγκόσμιο εισόδημά τους.
Δηλαδή όλα τα εισοδήματά τους είτε αυτά αποκτήθηκαν στη χώρα μας είτε σε άλλη χώρα. Με αυτό το σκεπτικό οι φορολογικές αρχές έκριναν ελλιπή τη φορολογική δήλωση που είχε υποβληθεί και ζήτησαν συμπληρωματική, προκειμένου να περιληφθούν και τα εισοδήματα του συζύγου από την άσκηση του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα στη Γερμανία.
Η υπόθεση πήρε τον δρόμο για τα Διοικητικά Δικαστήρια, αλλά επειδή το κρινόμενο ζήτημα είναι πολύ σοβαρό και αφορά χιλιάδες κόσμου, εφαρμόστηκε η διαδικασία της πιλοτικής δίκης και το ΣτΕ έκρινε άπαξ το θέμα αναφέρει η Καθημερινή.
Το δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι η υποβολή κοινής δήλωσης εισοδήματος με τον ή τη σύζυγο –αποκλειστικώς και μόνον επειδή πληρούνται κριτήρια για να χαρακτηριστεί κάποιος, φορολογικά, κάτοικος στην Ελλάδα– δεν αρκεί για να φορολογηθούν εδώ τα εισοδήματά του που αποκτήθηκαν από εργασία ή άλλη πηγή εκτός ελληνικής επικράτειας.
Σύμφωνα με το ΣτΕ, η απόφαση των ελληνικών φορολογικών αρχών ελήφθη απλώς κατ’ επίκληση της κατοικίας της συζύγου και του τέκνου του Γερμανού φορολογουμένου, δηλαδή στοιχείων που δεν είναι, όπως αναφέρεται στην απόφαση, καθοριστικά και επαρκή για την τεκμηρίωση της ύπαρξης κατοικίας του προσφεύγοντος στην Ελλάδα, κατά το κρινόμενο έτος 2014, χωρίς να συνεκτιμηθούν όλα τα νόμιμα κριτήρια προς τούτο.
Στην απόφαση του ΣτΕ, που αριθμεί 22 σελίδες, αναλυτικά παρατίθενται επιχειρήματα που στηρίζουν τη θέση που πήραν οι δικαστές, προκειμένου να αποφανθούν ότι για να φορολογηθούν στην Ελλάδα εισοδήματα που αποκτώνται έξω, δεν αρκεί ο φορολογούμενος να έχει εδώ την οικογένειά του.
Μεταξύ άλλων, σημειώνεται στην απόφαση ότι δεν ελήφθησαν υπόψη από τις φορολογικές αρχές έγγραφα που είχε προσκομίσει ο φορολογούμενος, από τα οποία αποδεικνυόταν ότι είχε πράγματι δουλέψει και είχε εισόδημα στη Γερμανία από την παροχή αρχιτεκτονικών εργασιών.
Το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης έλαβε υπόψη τις γενικότερες κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις που επικρατούν αλλά και τα κοινωνικοοικονομικά κριτήρια που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων που μετακινούνται για εργασία από χώρα σε χώρα.
Πρέπει να σημειωθεί πως η απόφαση του ΣτΕ δεν προβλέπει μόνον τη δυνατότητα υποβολής χωριστών φορολογικών δηλώσεων σε συζύγους με διαφορετική φορολογική κατοικία, αλλά επιβάλλει και την εναρμόνιση του Taxis, ώστε να δέχεται χωριστές δηλώσεις.
«Δεν ασκούν επιρροή –υπό την έννοια ότι δεν συνεπάγονται υποχρέωση υποβολής κοινής δήλωσης– περιορισμοί τυχόν ανακύπτοντες από τις τεχνικές ρυθμίσεις και δυνατότητες του συστήματος ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων φόρου εισοδήματος (μη πρόβλεψη στο εν λόγω σύστημα της δυνατότητας υποβολής δήλωσης από τον ένα μόνο σύζυγο, όταν ο άλλος δεν είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας), διότι το σύστημα αυτό θα πρέπει αντιθέτως να προσαρμόζεται στους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας και να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ορθής εφαρμογής της και όχι η εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας να προσαρμόζεται στις δυνατότητες του συστήματος», αναφέρει χαρακτηριστικά η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.