Πάνω από ένα εκατομμύριο Ευρωπαίοι καταναλωτές έλαβαν δάνειο, συνήθως στεγαστικό σε ελβετικό φράγκο, ενώ στην Ελλάδα άγγιξαν τους 70.000 δανειολήπτες.
Μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αυτή η επιλογή ήταν ελκυστική για πολλούς δανειστές, διότι τα ελβετικά επιτόκια ήταν χαμηλότερα από αυτά της ευρωζώνης. Στη συνέχεια το ελβετικό φράγκο άρχισε να ενισχύεται έναντι του ευρώ, με την ισοτιμία να αλλάζει.
Mετά τη δημοσίευση του περιεχομένου της απόφασης του Αρείου Πάγου που κλείνει οριστικά υπέρ των τραπεζών το θέμα των δανείων σε ελβετικό νόμισμα και ενώ χιλιάδες «κόκκινοι» δανειολήπτες βρίσκονται σε απόγνωση, πληροφορίες αναφέρουν ότι οι ενώσεις καταναλωτών πρόκειται να στείλουν το θέμα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Όπως αναφέρει και η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, οι ενώσεις πρόκειται να ζητήσουν από τον Αρειο Πάγο να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ)προκειμένου να κρίνει ποιο είναι το εύρος εφαρμογής της οδηγίας 93/13.
Πρόκειται για την οδηγία που αφορά τις καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις επαγγελματιών και καταναλωτών.
Σημειώνεται ότι ερώτημα στο ΔΕΕ έχει δικαίωμα να απευθύνει μόνο το δικαστήριο μιας χώρας κατόπιν αιτήματος διαδίκου, εν προκειμένω δηλαδή ο Αρειος Πάγος, ο οποίος την περασμένη εβδομάδα απέρριψε την προσφυγή δανειολήπτριας που υποστήριζε πως ο όρος που περιλαμβάνεται στις συμβάσεις δανείων σε ελβετικό νόμισμα, ότι δηλαδή πρέπει να αποπληρώσει το δάνειο με βάση την τρέχουσα ισοτιμία του νομίσματος, είναι καταχρηστικός.
Συγκεκριμένα, με την απόφαση 4/2019 το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι συγκεκριμένος όρος επαναλαμβάνει διάταξη του αστικού κώδικα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ελεγχθεί ως προς τη νομιμότητά του.
Στο ίδιο δημοσίευμα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, αναφέρεται ότι οι ενώσεις καταναλωτών βασίζουν το αίτημά τους σε παρόμοιες προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο που έχουν γίνει από δανειολήπτες και δικαστήρια άλλων χωρών, όπως η Ρουμανία και η Ουγγαρία, και οι οποίες δικαιώνουν τους καταναλωτές.
Ειδικότερα, το αίτημα –εφόσον ο Αρειος Πάγος το αποστείλει– θα αφορά το κατά πόσον υπήρχε αδιαφάνεια στους γενικούς όρους συναλλαγών στα δάνεια σε ελβετικό φράγκο και αν μέσω αυτών παραβιάζεται το δίκαιο του καταναλωτή, όπως αυτό ορίζεται από την ευρωπαϊκή οδηγία.
Να σημειωθεί ότι αρκετές κυβερνήσεις της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων αποφάσισαν να επιτρέψουν την αποπληρωμή των δανείων, αντί σε ελβετικό φράγκο σε ευρώ (Σλοβενία) ή σε άλλο εθνικό νόμισμα, βασιζόμενες σε αποφάσεις όχι μόνο εθνικών δικαστηρίων αλλά και του ΔΕΕ, καθώς επίσης και γνωμοδότηση της ΕΚΤ.
Στις 20 Σεπτεμβρίου του 2017 το ΔΕΕ είχε κρίνει πως οι τράπεζες θα έπρεπε να έχουν σεβαστεί δύο κριτήρια: πρώτον, να έχουν ενημερώσει με σαφήνεια τους δανειολήπτες για τον κίνδυνο αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία θα μπορούσε να καταστήσει πολύ δύσκολη την εξυπηρέτηση του δανείου.
Δεύτερον, οι τράπεζες θα έπρεπε να έχουν εξηγήσει στον δανειολήπτη τι θα σημαίνει για αυτόν πιθανή αλλαγή της ισοτιμίας, ιδιαίτερα όταν αυτός δεν έχει εισοδήματα στο νόμισμα του δανείου.
Σε γνωμοδότηση (το 2018) για την αναδιάρθρωση των δανείων που είχαν χορηγήσει οι σλοβενικές τράπεζες, η ΕΚΤ αναγνωρίζει πως στην περίπτωση μετατροπής δανείων σε ξένο νόμισμα θα πρέπει να υπάρχει «δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων, ώστε να αποφεύγεται μελλοντικά ο ηθικός κίνδυνος».
Η υπόθεση του ελβετικού φράγκου αφορά περίπου 70.000 δανειολήπτες που έχουν λάβει δάνεια ονομαστικής αξίας περί τα 7 δισ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο είχαν κυριαρχήσει την περίοδο 2006-2009, όταν η ισοτιμία ευρώ/ελβετικού ήταν ανοδική και συγκεκριμένα μεταξύ 1,55-1,65.