Ξαφνικό πρόβλημα στο πεδίο των εσόδων περιμένει τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο κατά την επιστροφή του από τις θερινές διακοπές, μετά την «αποχή» των πολιτών από την πρώτη δόση του φόρου εισοδήματος η οποία συνέτεινε στο άνοιγμα «τρύπας» 730 εκατ. ευρώ στα έσοδα του Ιουλίου.
Με δεδομένη την πίεση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για «λίγα πρόσθετα μέτρα» το 2018, η πρώιμη κόπωση στα έσοδα προμηνύει νέο γύρο δύσκολων διαπραγματεύσεων αρχής γενομένης από το τέλος του μήνα.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς στελεχών του οικονομικού επιτελείου, ένας στους τρεις φορολογούμενους δεν κατέβαλε την πρώτη δόση του φόρου εισοδήματος (τρύπα 340 εκατ. ευρώ) ενώ μετά τη νομοθέτηση της άμεσης επιστροφής φόρων εισοδήματος νομικών προσώπων και ΦΠΑ ως 10.000 ευρώ, οι επιστροφές φόρων τον Ιούλιο ήταν αυξημένες κατά 240 εκατ. ευρώ.
Χάρη στη γνωστή συνταγή της υπερσυγκράτησης δαπανών κατά επιπλέον 501 εκατ. ευρώ, το πρωτογενές πλεόνασμα το πρώτο επτάμηνο του έτους έφτασε στα 3,053 δισ. ευρώ έναντι στόχου για πλεόνασμα 2,098 δισ. ευρώ και περυσινής επίδοσης 2,715 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα.
Αποστάσεις
Ο κ. Τσακαλώτος μελετά τις επόμενες κινήσεις του και φροντίζει να κρατάει αποστάσεις από το υπεραισιόδοξο για πολλούς αφήγημα της καθαρής εξόδου (clean exit) από το μνημόνιο του χρόνου το καλοκαίρι. Η ρητορική της πλήρους απαλλαγής από τα μνημόνια έχει γίνει σημαία του Μεγάρου Μαξίμου ωστόσο βασικοί παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών φέρονται να κρατούν μικρό καλάθι, βλέποντας τις δυσκολίες, αλλά και με στόχο να περιφρουρήσουν την αξιοπιστία τους.
Μετά τις πρώτες επαφές με την τρόικα που αναμένονται ήδη από το τέλος Αυγούστου, το πραγματικό κρας-τεστ θα γίνει στο τέλος Σεπτεμβρίου αμέσως μετά τις γερμανικές εκλογές στις 24 του μήνα. Αν η ροή των εσόδων είναι ενθαρρυντική και οι πολίτες ανταποκριθούν στις πρόσθετες υποχρεώσεις όπως η πληρωμή της πρώτης δόσης του ΕΝΦΙΑ (πρέπει να καταβληθεί ως τις 29 Σεπτεμβρίου), τότε η κυβέρνηση θα «αγοράσει» χρόνο ως τον Νοέμβριο.
Αν όμως η ανησυχητική εικόνα του Ιουλίου συνεχιστεί, τότε η ευρωπαϊκή πλευρά αναμένεται ότι θα ανοίξει νωρίς το θέμα, ίσως και πριν από την οριστικοποίηση του προσχεδίου του Προϋπολογισμού του 2018, το οποίο θα πρέπει να κατατεθεί στη Βουλή την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου.
Η καθυστέρηση φέρνει μέτρα
Ο βασικός λόγος που έχει ανοίξει στο παρασκήνιο η κουβέντα για μέτρα -αυτή τη φορά από τους Ευρωπαίους και όχι το ΔΝΤ- είναι η ανάγκη για τη «διασφάλιση της βιωσιμότητας του πλεονάσματος» όπως λένε στελέχη των Θεσμών από την ευρωπαϊκή πλευρά.
Ως γνωστόν, αντί για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% το 2017 που θα επιτευχθεί εύκολα, το 2018 η κυβέρνηση καλείται να πιάσει στόχο 3,5% του ΑΕΠ. Το άλμα αυτό φαινόταν εφικτό με βάση τις αρχικές προβλέψεις για υψηλή ανάπτυξη. Επειδή όμως η χαμηλότερη ανάπτυξη σημαίνει πάντα και λιγότερα έσοδα (αν δεν υπάρξουν νέα μέτρα) τα δεδομένα έχουν πλέον αλλάξει.
Αυτό συμβαίνει με τη διετία 2017-2018 μετά την καθυστέρηση για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης που άλλαξε τα δεδομένα για την πορεία του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το Νοέμβριο του 2016, όταν άρχιζε η αξιολόγηση, η Κομισιόν ανέμενε ανάπτυξη 2,7% το 2017 και 3,1% το 2018. Πάνω εκεί χτίστηκε το μακροοικονομικό σενάριο της διετίας 2017-2018.
Οι εκτιμήσεις αυτές όμως έχουν αλλάξει (και θα αλλάξουν κι άλλο). Παρότι η απόκλιση ήταν γνωστή κατά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, οι Θεσμοί άφησαν για λίγο στην άκρη το 2018 καθώς η προτεραιότητά τους ήταν να ικανοποιηθεί η απαίτηση του ΔΝΤ για τα μέτρα της διετίας 2019-2020 από το αφορολόγητο και τις συντάξεις. Η απαίτηση ικανοποιήθηκε και η δεύτερη αξιολόγηση έκλεισε τον Ιούνιο.
Το πρόβλημα όμως έχει αρχίσει να επανέρχεται ενόψει της τρίτης αξιολόγησης. Στις φετινές εαρινές της προβλέψεις η Κομισιόν υποβάθμισε την εκτίμηση για την ανάπτυξη το 2017 στο 2,1% (αντί 2,7%) και για το 2018 στο 2,5% (αντί 3,1%). Και αυτό είναι τα καλό σενάριο, εφόσον η κυβέρνηση υποβάθμισε ήδη από τον Μάιο (στο Μεσοπρόθεσμο) την πρόβλεψη για το 2017 στο 1,8% του ΑΕΠ.
Αν η κόπωση των εσόδων δεν αποδειχτεί συγκυριακή, τότε η πτωτική πορεία θα επιβεβαιώσει την ανησυχία των Βρυξελλών ότι η βιωσιμότητα του πλεονάσματος στο ύψος του 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 ως το 2022 απαιτεί κάποιες πρόσθετες παρεμβάσεις. Μια τέτοια εξέλιξη θα περιπλέξει κατά πολύ την τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος και θα φέρει πιο κοντά την πίεση για την εφαρμογή από το 2018 των μέτρων για τις συντάξεις που έχουν ψηφιστεί για το 2019.