Γράφει, καταλήγει μάλλον, ο Πάσχος Μανδραβέλης σε άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ την περασμένη Παρασκευή: «Το βασικό πρόβλημα… είναι πως η ποσότητα του νομοθετικού έργου διαχρονικώς βαίνει εις βάρος της ποιότητας.
Έχουμε τόσο συγκεντρωτικό κράτος που οι βουλευτές πρέπει να ψηφίζουν τα πάντα… Έτσι τα νομοσχέδια φεύγουν αδιάβαστα και αψήφιστα. Αν πάψουν να ψηφίζουν για όλα οι βουλευτές, μπορεί να ψηφίζουν καλύτερα…». Οικειοποιούμαι, λοιπόν, τον τίτλο του άρθρου και επεκτείνομαι επί του σημαντικού αυτού θέματος.
Του Νικ. Λ. Γ. Λιναρδάτου
Θίγει, και θα ήταν δώρο θεού, αν ανακινούσε κοινωνικό ενδιαφέρον για το σοβαρότατο τούτο θέμα της πολιτειακής μας ανωμαλίας˙την καταρράκωση της νομοθετικής λειτουργίας της Βουλής των Ελλήνων. Έχουμε Βουλή;
Οι τελευταίες εβδομάδες δίνουν μια απάντηση. Αυτά με παρωθούν στην παράθεση περικομμένων παλαιότερων (Δεκ. 2014) συλλογισμών μου, μήπως και προκαλέσουν κάποιο ενδιαφέρον. Σε μια εποχή που συζητιούνται συνταγματικές μεταρρυθμίσεις˙ οι περισσότερες επουσιώδεις, για λεπτομερειακά ζητήματα. Για μεμονωμένα δέντρα˙ και το δάσος παραμένει αδιόρατο.
«Ως ουσιώδες μέτρο για τη σωστή και πιο αποδοτική λειτουργία της Βουλής προτείνεται ο ριζικός περιορισμός των θεμάτων, τα οποία χρειάζονται νομοθετική ρύθμιση. Υπόδειγμα σχετικής αναθεωρήσεως θα μπορούσε να είναι οι συναφείς διατάξεις του Σουηδικού Συντάγματος και συγκεκριμένα το κεφάλαιο 8 (Laws and other Regulations). Θα αποτελούσε ουσιωδέστατη μεταρρύθμιση.
Εν συνόψει: Νόμοι απαιτούνται για ρυθμίσεις που αφορούν κατά κύριον λόγο τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και ελευθερίες˙ για ρυθμίσεις που αναφέρονται στην προσωπική κατάσταση των πολιτών και στις μεταξύ τους προσωπικές και οικονομικές σχέσεις. …Αυτονόητο ότι ρυθμίζονται με νόμους θέματα αναφερόμενα στις τρεις (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) πολιτειακές λειτουργίες, στη διοικητική διαίρεση της χώρας και στη λειτουργία των οργανισμών αυτοδιοικήσεως και ακόμα στις σχέσεις πολιτών και δημόσιας διοικήσεως. Όλα τα άλλα θέματα αντιμετωπίζονται και ρυθμίζονται με κυβερνητικές και εν γένει διοικητικές αποφάσεις και πράξεις.
»…Δεν μπορεί να συζητιούνται και να ψηφίζονται πάνω από εκατό νομοσχέδια σε κάθε σύνοδο της Βουλής (Μέσος ετήσιος όρος ψηφισθέντων κατά την ενδεκαετία 1997-2007 νόμων 106) Αναλογούν λιγότερες, κατά μέσον όρο, από 20 ώρες για την συζήτηση και την ψήφιση κάθε νομοσχεδίου˙ πολλά από αυτά έχουν πάνω από εκατό άρθρα, ένα δε (ο ν. 4281/2014) καταλαμβάνει 259 σελίδες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 160/8.8.2014).
Η σημερινή κατάσταση, ακόμα και για ψύλλου πήδημα, να χρειάζεται νομοθετική ρύθμιση, έχει επικρατήσει για να απεκδύονται οι υπουργοί από την ευθύνη των αποφάσεών τους. (Για τη γελοιότητα του πράγματος: Εχρειάστηκε νομοθετική ρύθμιση για να ανατεθεί σε ιδιώτες ο έλεγχος των εισιτηρίων στις δημόσιες αστικές συγκοινωνίες! Θέμα, το πολύ, αρμοδιότητας του διευθύνοντος την επιχείρηση˙ και μόνον.)…
» …Να καθοριστούν θέματα για τα οποία, κατά το Σύνταγμα, απαιτείται ειδικός τρόπος ψηφίσεως (αυξημένη π.χ. πλειοψηφία). …Ένας νέος θεσμός. Κάτι ενδιάμεσο μεταξύ συνταγματικής διατάξεως και κοινού νόμου. Εννοώ θέματα, για τα οποία έχει ουσιώδη σημασία η διάρκεια ισχύος των ρυθμίσεών τους (όπως φορολογικά, η παιδεία-εκπαίδευση, η λειτουργία ανεξάρτητων αρχών, πολιτικών κομμάτων κ.ά.)…
» Συμπληρωματικές παρατηρήσεις περί Βουλής. Υποχρεωτική η παρουσία των βουλευτών στις συνεδριάσεις της ολομέλειας. Ο πρόεδρος παύει να ασκεί καθήκοντα βουλευτή και δεν έχει ψήφο δεν συμμετέχει σε κομματικές λειτουργίες και άλλες εκδηλώσεις. Αντικαθίσταται ως βουλευτής από τον αναπληρωτή του. Το ίδιο γίνεται και με όσους βουλευτές γίνονται υπουργοί για το χρονικό διάστημα που εκτελούν υπουργικά καθήκοντα.
» Να προβλέπεται από το Σύνταγμα μόνιμο εκλογικό σύστημα (βασισμένο, κατά προτίμηση, στο γερμανικό για την Bundestag). Μεταξύ των ουσιωδών πλεονεκτημάτων του η κατάργηση του σταυρού προτιμήσεως. αιτίας πλείστων δεινών. Όχι λιγότερο σημαντικό, θα εκλείψει το αντιδημοκρατικό “bonus” των πενήντα εδρών του ισχύοντος εκλογικού νόμου.» (βλ. και νικ. λ. γ. λιναρδάτος – Ευτάκτως Ερριμμένα, ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΚΤΙΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ, σελ. 264-284).