Τα δημοψηφίσματα ενίοτε βλάπτουν σοβαρά την υγεία της δημοκρατίας. Θα πει κάποιος, το να αποφασίζει ο λαός άμεσα και απευθείας για ένα μείζον θέμα, δεν είναι δημοκρατικό;
Και βέβαια είναι δημοκρατικό αρκεί το ερώτημα που τίθεται, να μην είναι παραπλανητικό, όπως συνέβη στην Ελλάδα το 2015. Και για να εξηγούμεθα ευθέως.
Του Τάσου Παπαδόπουλου
Στην Ιταλία ο Ματέο Ρέντσι το 2016 επιχείρησε να πετύχει μια σειρά συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, μέσω ενός δημοψηφίσματος. Απέτυχε στο εγχείρημα του, μια και οι Ιταλοί του απάντησαν με ένα μεγαλοπρεπές όχι.
Ακολούθησε η παραίτησή του, που είχε προαναγγείλει σε περίπτωση αρνητικής ψήφου στο δημοψήφισμα. Αποτέλεσμα η χώρα να οδηγηθεί σε μια κυβέρνηση συνεργασίας ακροδεξιών και λαϊκιστών, που απειλεί τους πάντες την ώρα που η οικονομία της χώρας, καταρρέει.
Στην Αγγλία την ίδια χρονιά ο Ντέιβιντ Κάμερον έκανε δημοψήφισμα με το ερώτημα αν θα έπρεπε η χώρα του να παραμείνει ή να αποχωρήσει από την ΕΕ.
Κι εδώ οι λαϊκιστές με επικεφαλείς τους Μπόρις Τζόνσον και Νάιτζελ Φάρατζ και με σύνθημα ότι δεν θα ανεχθούμε την ηττημένη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Γερμανία να έχει το πάνω χέρι στην ΕΕ και το ψευδεπίγραφο μήνυμα, ότι κατασπαταλάμε χρήματα για τους Ευρωπαίους τα οποία στερούμε από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, πέτυχαν να κερδίσουν.
Αποτέλεσμα ο Ντέιβιντ Κάμερον να παραιτηθεί και να αποχωρήσει από την πολιτική σκηνή, να αναλάβει η Τερέζα Μέι και σήμερα η Αγγλία να βρίσκεται μπροστά σε μια άτακτη έξοδο, που θα είναι ιδιαίτερα βλαπτική για το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η διαφωνία εντοπίζεται στην εμμονή των Άγγλων να πετύχουν και την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Δηλ. αλά κάρτ να κρατήσουν το σκέλος της ελεύθερης διακίνησης αγαθών, όχι όμως και των προσώπων εντός ΕΕ. Αυτό το αίτημα είναι αδύνατον να το δεχθεί η Κομισιόν, γιατί η τυχόν αποδοχή του θα οδηγήσει την ΕΕ στην διάλυση.
Πριν μια εβδομάδα στα Σκόπια διενεργήθηκε δημοψήφισμα, με το δελεαστικό ερώτημα αν θέλουν η χώρα να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, επικυρώνοντας ταυτόχρονα την Συμφωνία των Πρεσπών.
Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό υπέρ του ναι, που ξεπέρασε το 90%. Από την άλλη η αποχή έφτασε στο 65%, αδυνατίζοντας υπέρμετρα τον θρίαμβο του ναι.
Επί της ουσίας υπερψήφισαν κατά βάση οι αλβανόφωνοι, που αποτελούν το 25% του πληθυσμού, ενώ οι σλαβόφωνοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία απείχαν.
Τώρα ο Ζόραν Ζάεφ επιχειρεί να αποσπάσει μια ομάδα βουλευτών του αντιπολιτευόμενου κόμματος VMRO, προκειμένου να καλύψει τον αριθμό των 80 που απαιτούνται για να προχωρήσει η συνταγματική αναθεώρηση.
Αν δεν το καταφέρει θα οδηγηθεί η χώρα σε πρόωρες εκλογές. Κι εδώ υπάρχει ένα ακόμη αγκάθι, που αφορά τον χρόνο τη διεξαγωγής τους που το Σύνταγμα προβλέπει 100 ημέρες και ο Ζάεφ θέλει να τις κάνει σε 45 ημέρες.
Μένει να δούμε αν ο Ζ.Ζάεφ θα επιστρατεύσει στην προεκλογική φαρέτρα του τον Α. Τσίπρα, ένθερμο οπαδό της Συμφωνίας των Πρεσπών. Εξάλλου ο Α. Τσίπρας είναι ειδικός στις αλχημείες γύρω από τα δημοψηφίσματα.
Ας μην ξεχνάμε το 2015 με το ελληνικό δημοψήφισμα. Το ερώτημα εμπεριείχε και αγγλικά, πράγμα απαράδεκτο, έγινε με εξπρές διαδικασίες και ζητούσε από τους πολίτες να πουν ναι ή όχι στις προτάσεις Γιούνκερ, που η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών αγνοούσε.
Οι πολίτες όπως ήταν φυσικό στην πλειοψηφία του είπαν όχι, χωρίς να υποψιάζονται για το τι μέλλει γενέσθαι. Και ήταν φυσικό να επικρατήσει το όχι, μια και ότι εμφανίζεται βλαπτικό βρίσκει αντίθετη την κοινή γνώμη.
Όμως το όχι, που στην πράξη μεταβλήθηκε σε ναι, οδήγησε σε μια συμφωνία πολύ χειρότερη από τις προτάσεις Γιούνκερ, που απορρίφθηκαν από το εκλογικό σώμα.
Το κόστος της Βαρουφακιάδας από τη μια στοίχισε στον ελληνικό λαό 80 και πλέον δις και παράλληλα οδήγησε στην εκχώρηση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια προς εκποίηση στο Υπερταμείο.
Βεβαίως ο λαϊκισμός νίκησε τόσο στη Βρετανία όσο και στην Ελλάδα. Το βαρύτατο όμως τίμημα το πλήρωσαν και το πληρώνουν οι λαοί και όχι τα πρόσωπα που ασκούν την εξουσία.
Στη χώρα μας το ψευδεπίγραφο σύνθημα βγαίνουμε από τα μνημόνια, στην πράξη σημαίνει ότι η εποπτεία παραμένει και απλά παύουν να μας χρηματοδοτούν οι δανειστές με τα χαμηλά επιτόκια, μια και θα απευθυνθούμε στις αδηφάγες αγορές, που για την ώρα έχουν ανεβάσει το δεκαετές ομόλογο, στο απαγορευτικό ύψος του 4,5%.
Όσο για το μαξιλάρι των 24 δις, θα καταναλωθεί σε δύο χρόνια και αύριο θα είναι αδύνατο να δανειστεί η χώρα με απαγορευτικά επιτόκια, γιατί το χρέος θα ανέβει σε δυσθεώρητα ύψη.
Η υπερφορολόγηση, της εξουθενωμένης μεσαίας τάξης, η κατακράτηση των οφειλομένων σε προμηθευτές και η καθυστέρηση της απονομής των συντάξεων εμφανίζουν τα ψευδεπίγραφα υπερπλειονάσματα.
Όμως η απουσία πραγματικών επενδύσεων δεν οδηγούν στην ανάκαμψη της οικονομίας και δεν δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, ούτε δίνεται απάντηση στο προβληματικό ασφαλιστικό και στις τράπεζες, που χωρίς επιπλέον ρευστό θα βολοδέρνουν με τα «κόκκινα» δάνεια, σφίγγουν ασφυκτικά στον λαιμό τους.
Οι σειρήνες του λαϊκισμού δυστυχώς παρασύρουν όπως συμβαίνει συνήθως τους πολλούς.
Από την άλλη πλευρά το παλιό πολιτικό σύστημα, δεν έχει καταφέρει να πείσει τους πολλούς, ότι άλλαξε και ότι έχει απαλλαγεί από τα βαρίδια του παρελθόντος.
Έτσι ο πολίτης βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες και αδυνατεί να δει που βρίσκεται η αρετή και που η κακία…