Σε ελεύθερη πτώση κινούνται οι δαπάνες υγείας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ενώ αυξάνεται ο αριθμός των πολιτών που αμελούν την υγεία τους κυρίως για οικονομικούς λόγους. Στη χώρα μας, οι δαπάνες υγείας ανά κάτοικο ανέρχονται σε 1.663 ευρώ όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη των 28 είναι 2.781 ευρώ. Μάλιστα ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των δαπανών υγείας από το 2007 έως και το 2015 παρουσιάζει αρνητικό πρόσημο: -0,9% έναντι +1,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συνολικά οι δαπάνες υγείας απορροφούν το 8,2% του ΑΕΠ (9,9% μέσος ευρωπαϊκός όρος).
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η θέση στην ευρωπαϊκή κατάταξη σε ότι αφορά τις ιδιωτικές πληρωμές (out of pocket) με τα νοικοκυριά να δαπανούν σχεδόν διπλάσιες δαπάνες για την υγεία από τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό (4,4% στην Ελλάδα έναντι 2,3% στην ΕΕ28).
Την ίδια στιγμή, ένας στους 6 Έλληνες δεν καλύπτει τις ιατρικές ανάγκες του για οικονομικούς λόγους ή γιατί δεν έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες ή ακόμη επειδή υπάρχουν μεγάλες λίστες αναμονής.
Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από την κοινή έκθεση του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Health at a Glance: Europe 2016» («Η υγεία με μία ματιά: Ευρώπη 2016»), η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα. Σύμφωνα με την έκθεση, οι δαπάνες υγείας το 2015 αντιπροσώπευαν το 9,9% του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ, έναντι 8,7% το 2005. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, σε όλες τις χώρες, το ποσοστό του ΑΕΠ που καταναλώνεται σε δαπάνες υγείας αναμένεται να αυξηθεί κατά τα επόμενα έτη, κυρίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της διάδοσης νέων τεχνολογιών διάγνωσης και θεραπείας, ενώ παράλληλα οι κυβερνήσεις θα δεχθούν μεγαλύτερες πιέσεις για να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες ανάγκες για μακροχρόνια περίθαλψη.
Σε τέσσερις χώρες της ΕΕ - (Κύπρος, Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία) το 2014, ένα ποσοστό του πληθυσμού που ξεπερνούσε το 10% (στην Ελλάδα 17%) δεν διέθετε τακτική κάλυψη των δαπανών υγείας του. Στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει ότι έχει εκκρεμείς ανάγκες περίθαλψης για οικονομικούς λόγους είναι αρκετά χαμηλό και είχε μειωθεί ακόμα περισσότερο κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν της οικονομικής κρίσης, αλλά έχει αυξηθεί από το 2009 σε πολλές χώρες, ιδίως για τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος. Το 2014, οι φτωχοί ανέφεραν εκκρεμείς ιατρικές ανάγκες για οικονομικούς λόγους σε ποσοστό κατά μέσο όρο δεκαπλάσιο του αντίστοιχου ποσοστού των πλουσίων, σε όλες τις χώρες της ΕΕ.
ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
Σύμφωνα με την έκθεση, το προσδόκιμο επιβίωσης στα κράτη μέλη της ΕΕ έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 6 έτη από το 1990 και μετά, από τα 74,2 έτη το 1990 στα 80,9 έτη το 2014, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ανισότητες μεταξύ και εντός των χωρών. Οι κάτοικοι των χωρών της δυτικής Ευρώπης με το μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης συνεχίζουν να ζουν κατά μέσον όρο τουλάχιστον 8 χρόνια περισσότερο από τους κατοίκους των χωρών της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης με το χαμηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης. Στην Ελλάδα το προσδόκιμο επιβίωσης είναι στα 81,4 έτη, ενώ στην 1η θέση βρίσκονται η Ισπανία και η Σουηδία (83,3 έτη) και στην τελευταία θέση η Βουλγαρία και η Λετονία (74,5 έτη).
Το 2013 στις χώρες της ΕΕ, πάνω από 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας ασθενειών και τραυματισμών που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με αποτελεσματικότερες πολιτικές δημόσιας υγείας και πρόληψης, ή με πιο έγκαιρη και αποτελεσματική υγειονομική περίθαλψη.
Περισσότεροι από ένας στους πέντε ενήλικες στις χώρες της ΕΕ εξακολουθούν να καπνίζουν καθημερινά (στην Ελλάδα το ποσοστό των ενήλικων καπνιστών ανέρχεται σε περίπου 28%). Περισσότεροι από ένας στους πέντε ενήλικες στις χώρες της ΕΕ δήλωσαν το 2014 ότι καταναλώνουν μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος τουλάχιστον μία φορά κάθε μήνα. Επιπλέον, ένας στους έξι ενήλικες σε όλες τις χώρες της ΕΕ ήταν παχύσαρκος το 2014 ? έναντι ενός στους εννέα ενήλικες το 2000.
Το μέσο ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών στις χώρες της ΕΕ αυξήθηκε από ένα ποσοστό χαμηλότερο του 10% το 1960 σε σχεδόν 20% το 2015 και προβλέπεται ότι θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο, στο 30% περίπου, μέχρι το 2060. στην Ελλάδα το ποσοστό των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών ανέρχεται στο 20,9% το 2015 από 9,3% που ήταν το 1960. Υπολογίζεται ότι περίπου 50 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ σήμερα πάσχουν από δύο ή περισσότερες χρόνιες παθήσεις, και οι περισσότεροι από αυτούς έχουν ηλικία άνω των 65 ετών. Σε ότι αφορά τη χρήση των αντιβιοτικών, η Ελλάδα παραμένει η 1η χώρα σε κατανάλωση στην Ευρώπη.
Τέλος, από το 2000 και μετά, ο κατά κεφαλήν αριθμός ιατρών αυξήθηκε σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ, κατά 20% κατά μέσο όρο (από 2,9 ιατρούς ανά 1000 κατοίκους το 2000 σε 3,5 το 2014). Ωστόσο, ο αριθμός των ειδικευμένων ιατρών αυξήθηκε ταχύτερα απ’ ό,τι ο αριθμός των γενικών ιατρών, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σήμερα πάνω από δύο ειδικευμένοι ιατροί για κάθε γενικό ιατρό σε όλες τις χώρες της ΕΕ.
Όπως δήλωσε ο κ. Vytenis Andriukaitis, Ευρωπαίος Επίτροπος για την υγεία και την ασφάλεια των τροφίμων, η έκθεση «δείχνει ότι στην ΕΕ πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες που θα μπορούσαν ίσως να αποφευχθούν και οι οποίες συνδέονται με παράγοντες κινδύνου όπως το κάπνισμα και η παχυσαρκία.»
Από την πλευρά του ο κ. Angel Gurria, Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ, πρόσθεσε: «Πολύ περισσότερες ζωές θα μπορούσαν να σωθούν εάν τα πρότυπα περίθαλψης βελτιώνονταν στο καλύτερο δυνατό επίπεδο σε όλες τις χώρες της ΕΕ».
ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΑΠΟ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΧΘΟΥΝ
Πεθαίνουν 550 χιλιάδες Ευρωπαίοι... χωρίς λόγο
Χρειαζόμαστε πιο αποτελεσματικά συστήματα υγείας: 550 000 άτομα σε ηλικία εργασίας πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες που θα μπορούσαν ίσως να αποφευχθούν. Το 16 % των σημερινών ενηλίκων είναι παχύσαρκοι (από 11 % το 2000) και ένας στους πέντε εξακολουθεί να καπνίζει. Πολλές ζωές θα μπορούσαν να σωθούν χάρη, αφενός, στη διοχέτευση περισσότερων πόρων σε στρατηγικές προαγωγής της υγείας και πρόληψης των ασθενειών για την αντιμετώπιση αυτών και άλλων παραγόντων κινδύνου, και αφετέρου, στη βελτίωση της ποιότητας της οξείας και της χρόνιας περίθαλψης.
Χρειαζόμαστε πιο προσβάσιμα συστήματα υγείας: το 27 % των ασθενών καταφεύγουν στο τμήμα επειγόντων περιστατικών επειδή δεν υπάρχει διαθέσιμη πρωτοβάθμια περίθαλψη -το 15 %, κατά μέσο όρο, των δαπανών για την υγεία καταβάλλεται απευθείας από τους ασθενείς, με μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των χωρών- και οι φτωχοί Ευρωπαίοι έχουν, κατά μέσο όρο, δεκαπλάσιες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν προβλήματα στην παροχή κατάλληλης υγειονομικής περίθαλψης για οικονομικούς λόγους σε σχέση με τους πιο εύπορους. Οι πολιτικές των κρατών μελών θα πρέπει να εστιάσουν στον περιορισμό των οικονομικών εμποδίων στην υγειονομική περίθαλψη, στην ενίσχυση της πρόσβασης στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και στη μείωση των εξαιρετικά μεγάλων χρόνων αναμονής.
Χρειαζόμαστε πιο ανθεκτικά συστήματα υγείας: Σε ολόκληρη την ΕΕ, το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών αυξήθηκε από κάτω του από 10 % το 1960 σε σχεδόν 20 % το 2015, και προβλέπεται να αυξηθεί σε περίπου 30 % έως το 2060. Η γήρανση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με τα αυξανόμενα ποσοστά χρόνιων παθήσεων και τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, θα καταστήσει αναγκαία την πραγματοποίηση αλλαγών στον τρόπο παροχής της υγειονομικής περίθαλψης, όπως είναι η ανάπτυξη της ηλεκτρονικής υγείας (eHealth), η μείωση της παραμονής στο νοσοκομείο μέσω της καλύτερης οργάνωσης υπηρεσιών όσον αφορά την πρωτοβάθμια και την κατ’ οίκον περίθαλψη, και οι συνετότερες δαπάνες για φάρμακα, μεταξύ άλλων μέσα από την πλήρη αξιοποίηση των ευκαιριών για αντικατάσταση με γενόσημα. Η έκθεση «Η υγεία με μια ματιά: Ευρώπη 2016» παρουσιάζει τις πιο πρόσφατες τάσεις στην υγεία και τα συστήματα υγείας στα 28 κράτη μέλη της ΕΕ, στις 5 υποψήφιες προς ένταξη χώρες και σε 3 χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών. Είναι το αποτέλεσμα μιας ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με στόχο τη βελτίωση της πληροφόρησης σε θέματα υγείας κατά χώρα και σε επίπεδο ΕΕ, στο πλαίσιο του νέου κύκλου της πρωτοβουλίας «Κατάσταση της υγείας στην ΕΕ».
• Σε τέσσερις χώρες της ΕΕ - (Κύπρος, Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία) το 2014, ένα ποσοστό του πληθυσμού που ξεπερνούσε το 10% (στην Ελλάδα 17%) δεν διέθετε τακτική κάλυψη των δαπανών υγείας του
• Το 2014, οι φτωχοί ανέφεραν εκκρεμείς ιατρικές ανάγκες για οικονομικούς λόγους σε ποσοστό κατά μέσο όρο δεκαπλάσιο του αντίστοιχου ποσοστού των πλουσίων, σε όλες τις χώρες της ΕΕ.