Πολλές εξελίξεις δείχνουν ότι ήλθε ο καιρός η Αθήνα να αναθεωρήσει την πολιτική της έναντι της Άγκυρας.
Προϊόντος του χρόνου ορισμένες από τις σταθερές στις σχέσεις Ελλάδας- Τουρκίας κλονίζονται, ενώ κάποιες μεταβλητές της εξίσωσης φαίνεται να έχουν οριστικά αλλάξει. Έχει έρθει, λοιπόν, ο καιρός η Αθήνα να αναθεωρήσει την πολιτική της έναντι της Άγκυρας.
Του δρος Κωνσταντίνου Φίλη*
Η σημερινή Τουρκία έχει καταστεί λιγότερο αξιόπιστη και προβλέψιμη. Η γείτονα έχει αλλάξει φυσιογνωμία και προτεραιότητες. Ρέπει προς την Ανατολή, προτάσσει τον μουσουλμανικό της χαρακτήρα, διεκδικεί ρόλο υπερ-περιφερειακής δύναμης, φλερτάρει με παρείες του διεθνούς συστήματος (τζιχαντιστικά στοιχεία στη Συρία, Μουσουλμανική Αδελφότητα και χώρες όπως το Πακιστάν), στοχοποιεί Ισραήλ και Αίγυπτο και καταφέρεται συχνά και με άνεση εναντίον των δυτικών της εταίρων.
Μια τέτοια χώρα δεν δέχεται να μπει σε καλούπια, εξού και η παραδοχή των Αμερικανών ότι δεν είναι σε θέση να επηρεάσουν ή τέλος πάντων δεν μπορούν να διασφαλίσουν ότι ο Ερντογάν δεν θα παρεκτραπεί σε Αιγαίο ή Ανατολική Μεσόγειο.
Μπορεί το καλοκαιρινό επεισόδιο με τον Μπράνσον να οδήγησε στην απελευθέρωση του σε συνέχεια του οικονομικού στραγγαλισμού της Τουρκίας, εντούτοις ο Τούρκος πρόεδρος δεν θεωρείται ούτε ελεγχόμενος ούτε απόλυτα συνεννοήσιμος και οπωσδήποτε έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του.
Το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο από τη στιγμή που ελλείψει ιεραρχίας και δεδομένης της υποταγής θεσμών και προσώπων στον Ερντογάν, ο τελευταίος είναι ο μόνος συνομιλητής, όμως όχι και ιδιαίτερα επιθυμητός στις ελίτ της Δύσης. Μάλιστα, αυτό το αίσθημα ανασφάλειας που αισθάνεται ως προς αυτές τον καθιστά καχύποπτο απέναντι σε κινήσεις και πρωτοβουλίες ΗΠΑ και ΕΕ.
Σε σχέση με την τελευταία οι προσπάθειες επαναπροσέγγισης δεν έχουν καρποφορήσει. Η επίσκεψη Ερντογάν στη Γερμανία δεν απέδωσε κάτι ουσιαστικό, κρίσιμα θέματα τουρκικού ενδιαφέροντος, όπως η αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης και η απελευθέρωση στις χορηγήσεις βίζας έχουν παραπεμφθεί στις καλένδες και εύλογα τα δύο μέρη εστιάζουν στη διατήρηση της συμφωνίας για τις προσφυγομεταναστευτικές ροές.
Ακόμη και σε περίπτωση αναθέρμανσης, αυτή θα περιοριστεί σε διμερείς συνεργασίες μεταξύ συγκεκριμένων κρατών-μελών και της Άγκυρας, με συνέπεια εν τη απουσία ευρωπαϊκού πλαισίου η τελευταία ούτε να πιέζεται ούτε να αισθάνεται κάποιονβαθμό δέσμευσης για την υιοθέτηση μιας πιο υπεύθυνης στάσης έναντι της Αθήνας.
Προσεχώς θα διαπιστώσουμε κατά πόσον οι Βρυξέλλες είναι αποφασισμένες να θέσουν στην Ανατολική Μεσόγειο τα όρια στη συμπεριφορά της Τουρκίας και αν αυτά γίνουν σεβαστά σε μια καθοριστική χρονιά για τους σχεδιασμούς αναφορικά με τη μελλοντική τροφοδοσία της ευρωπαϊκής αγοράς.
Πέραν των στρατηγικών μεταβολών στην ταυτότητα της γείτονος και τις σχέσεις της της με τη Δύση που επιδρούν καταλυτικά στις αντίστοιχες με την Ελλάδα, άλλες παράμετροι που πρέπει να συνυπολογίσουμε είναι η οικονομία, το δημοσιογραφικό και το άνοιγμα της ψαλίδας στα εξοπλιστικά προγράμματα. Πάντως, οι επόμενοι μήνες είναι κρίσιμοι λόγω των εκλογών και στις δύο χώρες (δημοτικών αλλά με χαρακτήρα δημοψηφίσματος για τον Ερντογάν στη γείτονα), της άστατης κυβερνητικής κατάστασης στην Ελλάδα και της προβληματικής εμπλοκής της Άγκυρας στη Συρία, που την υποχρεώνει να δείχνει πως μπορεί να διαχειριστεί πολλαπλά μέτωπα ταυτόχρονα.
Έχοντας δε «σημαδέψει» το τρίγωνο Καστελόριζου- Κρήτης- Κύπρου, ειδικότερα το σύμπλεγμα του πρώτου, θέλει να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και με επίκληση την αποτροπή δημιουργίας τετελεσμένων να μην επιτρέπει σε Αθήνα και Λευκωσία να ασκούν πλήρως τα κυριαρχικά τους δικαιώματα.
Απαιτούνται, συνεπώς, ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας, συνεπώς ενημέρωση των συμμάχων, αποφασιστικότητα και σύνεση για να αποφευχθεί η πρόκληση δυσάρεστων καταστάσεων.
* Διευθυντής ερευνών ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν»