Με την κατάργηση της υποχρέωσης του εργοδότη να επικαλείται έναν βάσιμο λόγο απόλυσης, το καθεστώς επιστρέφει σε εκείνο που ίσχυε πριν τον Μάιο του 2019.
Μέχρι τότε ίσχυε το καθεστώς της αναιτιολόγητης απόλυσης στο πλαίσιο του οποίου ο εργοδότης είχε το δικαίωμα να απολύσει έναν εργαζόμενο χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί έναν βάσιμο λόγο, καταβάλλοντας πάντα τη νόμιμη αποζημίωση.
Το Μάιο του 2019 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ νομοθέτησε την αιτιολογημένη απόλυση, ένα καθεστώς που ισχύει από τη δεκαετία του 1960 σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο, Ολλανδία κ.λπ, αναφέρει το protothema.
Με την αιτιολογημένη απόλυση, ο εργοδότης είχε την υποχρέωση να αιτιολογήσει το λόγο της απόλυσης, καταβάλλοντας ασφαλώς και την αποζημίωση.
Οι εργοδοτικές οργανώσεις ήταν αντίθετες στη ρύθμιση αυτή.
Η διαφορά ήταν ότι το βάρος της απόδειξης του λόγου απόλυσης μεταφέρθηκε στον εργοδότη. Με την αιτιολογημένη απόλυση θα έπρεπε ο εργοδότης να επικαλεστεί και να αποδείξει τη βασιμότητα της απόλυσης, ότι υπήρχε σοβαρός λόγος.Βάσιμοι λόγοι απόλυσης μπορούσαν να είναι είτε προσωπικοί (π.χ. ανεπάρκεια του εργαζομένου) είτε οικονομικοί (οικονομικά προβλήματα της επιχείρησης). Καθιστούσε δύσκολη την απόλυση, διότι εάν αποδεικνυόταν ότι ο λόγος δεν ήταν σοβαρός, ο εργοδότης θα υποχρεούτο να επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο ή να του παράσχει πρόσθετη αποζημίωση.
Μετά την κατάργηση της ρύθμισης αυτής, η οποία τελικά ίσχυσε μόνο για τρεις μήνες, η κατάσταση επανέρχεται στο προηγούμενο καθεστώς, ήτοι ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να απολύσει χωρίς να επικαλεστεί κάποιο λόγο, καταβάλλοντας βεβαίως τη νόμιμη αποζημίωση.
Εάν ο εργαζόμενος θέλει να αμφισβητήσει την απόλυση, θα πρέπει να προσφύγει στα δικαστήρια και να αποδείξει ότι υπάρχει καταχρηστικότητα στην διακοπή της σχέσης εργασίας, οπότε ο εργοδότης θα πρέπει να τον επαναπροσλάβει.