Ποια έννοια δίνει ο Τούρκος πρόεδρος στο «όραμά» του να δημιουργήσειμια νέα τουρκική οντότητα, προφανώς πιο ισλαμική και λιγότερο, αν όχι καθόλου, κεμαλική;
Οι αναφορές του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν σε έννοιες όπως η «νέα Τουρκία» και το «άλλο κράτος» μόνον, τυχαίες δεν είναι. Για όποιον έχει παρακολουθήσει την πορεία της γειτονικής μας χώρας από το 1920 και μετά τα λόγια του Τούρκου προέδρου έχουν μεγάλο ιστορικό βάρος, αλλά και τεράστια γεωπολιτική σημασία στη σημερινή παγκόσμια πολιτική και οικονομική συγκυρία.
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο γεωπολιτικός χάρτης του πλανήτη μας επανασχεδιάζεται, νέεςδυνάμεις αναδύονται και στοπλαίσιο αυτό ο ισλαμικός κόσμος, αν καιπολλαπλώς διαιρεμένος αποτελεί μια αδρή πραγματικότητα. Είναιπροφανές δε, ότι στο πλαίσιο αυτό, ο Ταγίπ Ερντογάν, στη σημερινή Τουρκία, θέλει από την μια πλευρά να εδραιώνει το δικό του αυταρχικό καθεστώς που από χρόνια «οραματίζεται» και από την άλλη τον ενδιαφέρει η περαιτέρω ισλαμοποίηση της χώρας του.
Έτσι, επισημαίνουν διεθνείς αναλυτές όπως το Stratfor, η «νέα Τουρκία», κατά τη βούληση του ηγέτη της, με γρήγορα βήματα κλείνεται στον εαυτό της καιπροκρίνει εσωστρέφειααντί μεγαλύτερηεξωστρέφεια κατά τον Ταγίπ Ερντογάν και ορισμένους θεωρητικούςσυμβούλους του, η κεμαλική ελίτ της δεκαετίας του 1920 δημιούργησε ένα κράτος, μια κοινωνία και ένα πολιτιστικό πρότυπο προσαρμοσμένο στην προσωπικότητα και τους προσανατολισμούς του Μουσταφά Κεμάλ Ατατουρκ, ο οποίος όμως πίστευε περισσότερο στις πολιτικές αρχές της Δύσης, παρά σε αυτές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Προσπάθησενα δημιουργήσειέτσι μια δυτικότροπη Τουρκία, η οποία με πολλάπάνω και κάτω μέχρι σήμερα δεν τα κατάφερε καιτόσοάσχημα.
Άρα γιατί στις μέρες μας και μπροστά στις ανακατατάξεις που προαναφέραμε οΤαγίπ Ερντογάν, να μην προσπαθήσει και αυτός να κάνει το ίδιο; Να διαμορφώσει δηλαδή μια νέα Τουρκία ισλαμικού προσανατολισμού αυτή τη φορά η οποία θα ανταποκρίνεται και στον αυταρχισμό του. Δεν χωράει καμία αμφιβολία έτσι ότι το εσωτερικό, το οποίο στην Τουρκία μεταβάλλεται ριζικά, περικλείεικίνδυνους.
Διότι όπως επισημαίνει και το Stratforη κρίσιμη διαφορά μεταξύ των οραμάτων του Ερντογάν και του Ατατούρκ, ωστόσο, είναι έντονη και θα έχει εξαιρετικά αποκλίνουσες συνέπειες για τη διεθνή θέση της χώρας και την ανάπτυξη της κοινωνίας.
Η νέα Τουρκία του Ερντογάν έχει αποκλειστικό στόχο τη διαιώνιση της εξουσίας του προέδρου και, με αυτήν την επιδίωξη, οι αρχιτέκτονές της έχουν καταστρατηγήσει τις νόρμες και τις απαιτήσεις της δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Η Τουρκία του Ατατούρκ εφάρμοσε τη μονοκομματική διακυβέρνηση για την ανάπτυξη της δημοκρατικής διακυβέρνησης, και σκόπευε να θέσει τη χώρα στην ιεραρχία των αναπτυγμένων κρατών.
Η χώρα ενστερνίστηκε την πολυμέρεια όσο μπορούσε, προώθησε ισχυρούς μηχανισμούς θεσμικής διακυβέρνησης και ενθάρρυνε την λαϊκή συμμετοχή. Η Τουρκία του Ερντογάν επιδιώκει μια διαφορετική πορεία. Ακολουθώντας το μονοπάτι της αποθεσμοποιημένης μονοπρόσωπης διακυβέρνησης, μπορούμε να διακρίνουμε πώς μπορεί να μοιάζει η Τουρκία σε μια δεκαετία από τώρα.
Διώξεις και Brain Drain
Οι διώξεις μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 αρχικά στοχοποίησαν τον στρατό και το δημόσιο, γρήγορα όμως εξαπλώθηκαν σε άλλους τομείς της κοινωνίας καθώς η κυβέρνηση κινήθηκε για να σιωπήσει τους επικριτές του Ερντογάν. Παράδειγμα η Ανώτατη Παιδεία.
Η απόλυση χιλιάδων ακαδημαϊκών από τα πανεπιστήμια δημιούργησε braindrain, καθώς πανεπιστημιακοί από όλους τους τομείς αναζήτησαν εργασία εκτός Τουρκίας, όπου υπάρχει μεγαλύτερη εκτίμηση για την ακαδημαϊκή ελευθερία. Η εκροή επεκτάθηκε και πέραν της Ανώτατης Παιδείας. Μόνο το 2017 – 2018, περισσότεροι από 250.000 Τούρκοι πολίτες αναζήτησαν μόνιμη κατοικία στις ΗΠΑ και περίπου 20.000 στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Είναι κατάδηλοέτσι ότι ο Τούρκοςπρόεδρος και η περί αυτόν ισλαμικήελίτ δεν θέλουνδιανοούμενους και Τούρκουςπολίτες ικανούς να σκέπτονται και να εκφράζονται με κριτικήπροδιάθεση. Αυτή η επιδίωξη όμως του νέου καθεστώτος αναιρείκάποιες άλλες οικονομικές του φιλοδοξίες.
Ένας από τους δηλωμένους στόχους του Ερντογάν για την εκατονταετηρίδα από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 2023, είναι να καταστήσει τη χώρα μια από τις κορυφαίες δέκα οικονομίες του κόσμου. Είναι δύσκολο να δει κανείς πώς θα μπορούσε να επιτύχει τον στόχο αυτό αν τα καλύτερα μυαλά έχουν φύγει από τη χώρα και έχουν αντικατασταθεί από εκπαιδευτικούς που έχουν διοριστεί πρωτίστως λόγω της αφοσίωσής τους στον Ερντογάν.
Μέσα σε μια δεκαετία, η Τουρκία πιθανότατα δεν θα διαθέτει την ακαδημαϊκή ικανότητα που απαιτείται για να εκπαιδεύσει και να αναπτύξει τις νέες γενιές των καινοτόμων και επιστημόνων που βοηθούν στη στήριξη των οικονομιών προστιθέμενης αξίας. Όσο υπάρχει δυνατότητα τα άτομα να αποκτήσουν πτυχία στο εξωτερικό, η επιθυμία τους να επιστρέψουν και να εργαστούν στην Τουρκία πιθανότατα θα ελαττωθεί σημαντικά.
Πιο προβληματικό σημείο είναι το γεγονός ότι η Τουρκία θέλει να εδραιώσει ένα σύστημα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που αγνοεί την κριτική σκέψη. Από το 2016, στο εθνικό πρόγραμμα σπουδών στο κρατικό σύστημα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει καταργηθεί η διδασκαλία της θεωρίας της εξέλιξης, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα των αλλαγών που συντελούνται, ενώ σε όλο το διαμορφούμενο πρόγραμμα της νέας Τουρκίας βρίσκονται ξεκάθαρες αναφορές σε προκαθορισμένους ρόλους των φύλων, Επιπλέον, οι μαθητές καλούνται να σέβονται το κράτος και τις αρχές πρώτα και πάνω απ’ όλα.
Μέσα σε μια δεκαετία, τέτοιες χειραγωγήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος πιθανότατα θα δημιουργήσουν την πρώτη γενιά 18ρηδων-24ρηδων της Τουρκίας που θα έχουν διδαχθεί να είναι καχύποπτοι έναντι της επιστημονικής επιχειρηματολογίας και έναντι των ξένων και η οποία θα προσβλέπει στην εξουσία του Ερντογάν και των εκπροσώπων του για να καθορίσουν το τι είναι σωστό και τι λάθος.
Τα μέσα ενημέρωσης θα διαιωνίζουν αυτόν τον μετασχηματισμό, καθώς οι αναγνώστες και οι θεατές θα αποτρέπονται από το να έχουν πρόσβαση σε ανεξάρτητες και επικριτικές πηγές πληροφόρησης. Επιπλέον, από το περιεχόμενο της τηλεόρασης και των εφημερίδων θα απουσιάζει όλο και περισσότερο η διεθνής επιρροή τόσο σε πολιτιστικούς όσο και σε πολιτικούς όρους, βοηθώντας έτσι ώστε να καλλιεργηθεί και να διαιωνιστεί μιας κλειστόμυαλης κοινωνίας.
Κάποιες από τις προαναφερθείσες προβλέψεις είναι ήδη ορατές στην Τουρκία, κυρίως στην οικονομική αρένα της χώρας. Ο Ερντογάν επιρρίπτει ευθύνες για την πτώση της τουρκικής λύρας στους «σπεκουλαδόρους» και στους αποταμιευτές που «αποθησαυρίζουν» σκληρό νόμισμα. Υποστηρίζει έτσι ότι η λύση στο πρόβλημα της νομισματικής υποτίμησης είναι να σταματήσουν οι αποταμιευτές να αγοράζουν ευρώ και δολλάρια. Με τον τρόποαυτόνυποστηρίζει ο Τούρκοςηγέτης θα πέσει ο πληθωρισμός. Με αλλά λόγια στην ουσία«πουλάει» τη φτωχοποίηση στους Τούρκους ως μέσο σωτηρίας τους.
Τα λόγια του έχουν απήχηση στους υποστηρικτές του, όμως έχουν αφήσει τους ειδήμονες να απορούν αν κατανοεί το πώς θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα επιτόκια για να ελεγχθεί ο ρυθμός του πληθωρισμού, που πρόσφατα άγγιξε το 25%. Εν τω μεταξύ, ο γαμπρός του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, ο οποίος ως υπουργός Οικονομικών είναι υπεύθυνος για την επίβλεψη της οικονομίας, έχει ζητήσει από τους εμπόρους να μην αυξάνουν τις τιμές τους. Έχει, επίσης, ζητήσει από τις αρχές επιβολής του νόμου και τους καταναλωτές να αναφέρουν «αυθαίρετες αυξήσεις τιμών» από τους εμπόρους.
Η οικονομία της Τουρκίας έχει αποσταθεροποιηθεί, όμως το ίδιο έχει συμβεί και στην τουρκική κοινωνία και τις θεμελιώδεις αρχές που τη διέπουν. Μια κοινωνία που είναι απομακρυσμένη από την εμπειρογνωσία και τη βλέπει με καχυποψία. Βοηθά ώστε να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που είναι πρόσφορο για μια αυταρχική διακυβέρνηση, που ωφελεί μόνο τους λίγους και διασφαλίζει τη συνέχεια του Ερντογάν.
Καθώς μέλη της κοινωνίας σταματούν να κάνουν δύσκολες ερωτήσεις και εγκαταλείπουν την ανάγκη για αλλαγή, θα αναγνωρίσουν τον ηγέτη τους ως τη μοναδική λύση για τα προβλήματα της χώρας. Αν και ελάχιστοι στην Τουρκία έχουν αποδεχθεί αυτή την τάση που πλησιάζει, η χώρα όλο και περισσότερο θυμίζει σε ορισμένους παρατηρητές τα αυταρχικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι τα τελευταία γεγονότα μεταξύ Τουρκίας και Σαουδικής Αραβίας με επίκεντρο την υπόθεση της δολοφονίας του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι σηματοδοτούν νέες ανταγωνιστικές σχέσειςμεταξύ των δύο χωρών για το ποια απόαυτές θα έχει την πρωτοκαθεδρία στον ισλαμικό κόσμο.
Από μόνη της, η εξέλιξηαυτήκάνειολοφάνερη την πορεία της Τουρκίας προς περισσότεροαυταρχισμό και ενδεχομένως προς μεγαλύτερες προκλήσεις έναντι των γειτόνων της. Επειδή το θέμα είναι εξόχως σοβαρό θα επανέλθουμε με πιο διεξοδική μας ανάλυση.