Η Ρουμάνα Επίτροπος Περιφερειακής Πολιτικής, παρά τις προσβολές που δέχθηκε στην χώρα μας, απέφυγε να τονίσει ότι η Ελλάδα είναι ουραγός στην περιφερειακή ανταγωνιστικότητα της ΕΕ...
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Παρά τα δείγματα γραφής πολιτικού “ήθους” που πήρε η Επίτροπος κυρία Κορίνα Κρέτσου από Έλληνα βουλευτή του ΚΚΕ και την πρώην πρόεδρο της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου, κράτησε την ψυχραιμία της και δεν προχώρησε στο «δια ταύτα».
Δεν αναφέρθηκε στα απερίγραπτα χάλια της εγχώριας τοπικής αυτοδιοίκησης και στην ανικανότητά της να αποκτήσει στοιχειώδη ανταγωνιστικότητα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Κανείς, έτσι, δεν πληροφορήθηκε ότι η Ελλάδα είναι ουραγός στην ανταγωνιστικότητα των 263 περιφερειών της Ένωσης, με την κατάσταση να χειροτερεύει κάθε χρόνο και ιδιαίτερα μετά το 2013.
Έντεκα ελληνικές περιφέρειες είναι στις τελευταίες θέσεις της σχετικής κατάταξης, με την περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης να είναι προτελευταία. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την τρίτη έκδοση του Δείκτη Περιφερειακής Ανταγωνιστικότητας (RCI) για 263 περιφέρειες της ΕΕ, που δημοσιοποίησε πριν έξι εβδομάδες η Επιτροπή – με την Αττική να κατέχει την 193η θέση, δηλαδή να είναι η καλύτερη ελληνική περιφέρεια σε επιδόσεις.
Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια της ΕΕ, η περιφερειακή ανταγωνιστικότητα είναι η ικανότητα της περιφέρειας να προσφέρει στις επιχειρήσεις και τους κατοίκους ένα ελκυστικό και βιώσιμο περιβάλλον διαβίωσης και εργασίας.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, τα αποτελέσματα του 2016 είναι ευθυγραμμισμένα με τα αποτελέσματα του 2013. Παρατηρείται για άλλη μία φορά ένα πολυκεντρικό μοντέλο στο οποίο οι ισχυρές πρωτεύουσες και οι μητροπολιτικές περιοχές αποτελούν τους κύριους μοχλούς της ανταγωνιστικότητας. Παρατηρούνται υψηλά επίπεδα διακυμάνσεων εντός της κάθε χώρας σε πολλές περιπτώσεις, που οφείλονται στην σαφή υπεροχή της περιφέρειας της πρωτεύουσας έναντι των άλλων περιφερειών της χώρας.
Σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες εκδόσεις, που δημοσιεύτηκαν το 2010 και το 2013, η Μάλτα και πολλές περιφέρειες στην Γαλλία, στην Γερμανία, την Σουηδία, την Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο βελτίωσαν τις επιδόσεις τους, ενώ οι επιδόσεις επιδεινώθηκαν στην Κύπρο και σε περιφέρειες στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και πιο πρόσφατα την Ολλανδία. Στις περιφέρειες της ανατολικής Ευρώπης η ανταγωνιστικότητα παρέμεινε γενικά σταθερή.
Ο RCI, που ξεκίνησε το 2010 και δημοσιεύεται ανά τριετία, επιτρέπει στις περιφέρειες να παρακολουθούν και να αξιολογούν την ανάπτυξή τους μέσα στον χρόνο και σε σύγκριση με άλλες περιφέρειες. Αποτελείται από 11 πυλώνες που περιγράφουν τις διαφορετικές πτυχές της ανταγωνιστικότητας. Μέσω αυτών των πυλώνων αξιολογούνται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μίας περιφέρειας.
«Ο δείκτης RCI αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για την καλύτερη χάραξη πολιτικής, ενώ ενισχύει τις προσπάθειες που καταβάλλει η Επιτροπή για την υποστήριξη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την τόνωση των ικανοτήτων καινοτομίας των περιφερειών της ΕΕ μέσω των επενδύσεων και της πολιτικής συνοχής», μάς δήλωσε η κυρία Κ. Κρέτσου. Σύμφωνα με την Επίτροπο, δεδομένου ότι κάθε περιοχή είναι μοναδική, η Κομισιόν παρέχει εξατομικευμένη στήριξη για να τις ενισχύσει και να τις βοηθήσει να αξιοποιήσουν τα δυνατά τους σημεία και τα πλεονεκτήματά τους, ιδίως μέσω των περιφερειακών στρατηγικών έξυπνης εξειδίκευσης.
Αναφορικά με τις ελληνικές περιφέρειες, από τα στοιχεία της έκθεσης της Επιτροπής προκύπτει ότι τέσσερις –η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, η Στερεά Ελλάδα, η Πελοπόννησος και τα νησιά του Ιονίου– συγκαταλέγονται μεταξύ των 10 περιφερειών της ΕΕ με τις χειρότερες επιδόσεις στην ανταγωνιστικότητα.