O Prem Watsa, επικεφαλής του επενδυτικού Fund Fairfax αποτέλεσε εν μέρει την εξαίρεση το προηγούμενο διάστημα, καθώς σε πείσμα της αρνητικής συνολικής οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα επέλεξε να επενδύσει στη χώρα μας, έστω και εάν σε πρώτη φάση δεν είχε την απόδοση που θα ανέμενε ή θα ήθελε από τις επενδύσεις του.
Το παιδί μιας οικογένειας δασκάλων που ξεκίνησε από το μακρινό Χάιντεραμπαντ της Ινδίας με λίγα δολάρια στην τσέπη, για να πάει στον Καναδά και να δημιουργήσει έναν επενδυτικό οργανισμό με περιουσιακά στοιχεία 30 δισ. δολαρίων.
Στην Ελλάδα ήρθε το 2012 αρχικά αγοράζοντας το 15% της Eurobank Properties, που θα μετασχηματιστεί σε Grivalia, στην οποία από ένα σημείο και μετά θα κατέχει πλειοψηφική θέση. Ακολούθησαν, τοποθετήσεις στην EFG Eurobank, στον Μυτιληναίο, η εξαγορά της Praktiker Hellas, η απόκτηση της ασφαλιστικής εταιρείας Eurolife και η μεγάλη συμφωνία Eurobank-Grivalia, μέσω του οποίου η Fairfax κατέστη ο μεγαλύτερος μέτοχος στη νέα τράπεζα με μερίδιο 33%.
Τώρα, πληροφορίες αναφέρουν ότι το Fairfax εξετάζει σοβαρά την αγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής, που παραμένει ακόμη προς πώληση, ύστερα από το φιάσκο της πώλησης στην κοινοπραξία του ελληνοαμερικανού Τζον Κάλαμος, ο οποίος είχε προτιμηθεί έναντι του κινεζικού ομίλου Fosun, καθώς αποδείχτηκε ότι η κοινοπραξία απλώς δεν είχε τα κεφάλαια που υποστήριζε ότι έχει.
Η συνάντηση με τον πρωθυπουργό
Και εάν η συνάντηση με τον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνι Γεωργιάδη ήταν έως και επιβεβλημένη, καθώς είναι ο υπουργός που χειρίζεται τις επενδύσεις, ωστόσο η συνάντηση με τον πρωθυπουργό ήταν ενδεικτική του ενδιαφέροντος που δείχνει η κυβέρνηση στην προσέλκυση επενδύσεων.
Και όταν μιλάμε για επενδύσεις, μία σημαντική πλευρά είναι η προσέλκυση μεγάλων εταιρειών συμμετοχών και επενδυτικών fund, μια που προσφέρουν τη δυνατότητα να μπουν με σημαντική κεφαλαιακή επάρκεια σε ελληνικές εταιρείες.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και για τον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα που κατεξοχήν ευελπιστούν σε τέτοιου είδους επενδυτικούς φορείς αλλά και για πιο παραγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Τι ζητούν οι επενδυτές
Είναι προφανές ότι αυτό που ζητούν οι επενδυτές είναι η διαμόρφωση ενός πλαισίου που να μπορεί να διευκολύνει ακριβώς τέτοια σχέδια.
Αυτό για την ελληνική περίπτωση σημαίνει την απαλλαγή από τις επιπτώσεις της προηγούμενης περιόδου της οικονομικής κρίσης και κυρίως το θέμα της επίλυσης του ζητήματος των «κόκκινων δανείων».
Γιατί είναι προφανές ότι οι επενδυτές, ακόμη και από μεγάλα fund συμμετοχών, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το τραπεζικό σύστημα και την ύπαρξη σταθερών χρηματοδοτικών ροών σε λογικό κόστος, ως αναγκαία συνθήκη οποιασδήποτε επένδυσης.
Έπειτα ζητούν την αποσαφήνιση του θεσμικού πλαισίου. Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Σε πείσμα μιας διάχυτης συζήτησης στην Ελλάδα, αυτό που επιδιώκουν δεν είναι τόσο η απαλλαγή από κανονιστικά πλαίσια, αφού τέτοια υπάρχουν σε όλο τον κόσμο. Κυρίως τους ενδιαφέρει η σαφήνεια και οι σταθεροί «κανόνες του παιχνιδιού».
Κομμάτι αυτής της διάστασης και η περιορισμός της γραφειοκρατίας, κύρια με την έννοια της ταχύτερης διεκπεραίωσης των προβλεπόμενων διαδικασιών, έτσι ώστε να μπορούν να υπάρχουν πραγματικά χρονοδιαγράμματα. Γιατί είναι άλλο η μακροπρόθεσμη οπτική και άλλο η αίσθηση ότι κάτι απλώς χρονίζει και λιμνάζει.
Αντίστοιχα, αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η αποσαφήνιση του ποια είναι η διάσταση ενίσχυσης που μπορεί να υπάρξει, είτε εθνική είτε ευρωπαϊκή. Με αυτή την έννοια, η έγκαιρη διαπραγμάτευση του επόμενο ΕΣΠΑ θα αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία.
Με τον ίδιο τρόπο αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και οι υποδομές. Η γρήγορη ολοκλήρωση δρομολογημένων έργων σε ό,τι αφορά τις μεταφορές, την ψηφιακή υποδομή της χώρας, την ενεργειακή επάρκεια είναι κομβική πλευρά της δυνατότητας να προσελκύσουμε επενδύσεις.
Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα από τα πιο ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας παραμένει ότι διαθέτει ιδιαίτερα καταρτισμένο επιστημονικό και ερευνητικό δυναμικό. Η ενίσχυσή του όπως και η στήριξη των εκπαιδευτικών και ερευνητικών φορέων της χώρας αποτελεί στην πραγματικότητα «επένδυση στο μέλλον».
Οι προγραμματικές δηλώσεις, χθες, έδωσαν ένα πρώτο στίγμα της πολιτικής της νέας κυβέρνησης. Μείωση φόρων, κίνητρα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων αλλά και την αξιοποίηση του «κρυμμένου» ελληνικού χρήματος. Υποσχέσεις για άρση της γραφειοκρατίας και τερματισμό γεγονότων ή πρακτικών που προσέβαλαν την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό.
Γενικώς ένα μήνυμα κανονικότητας ώστε οι Γουάτσα να γίνουν πολλοί.
Τι σημαίνει ότι μια χώρα είναι ελκυστική για επενδύσεις;
Τις περισσότερες φορές στη χώρα μας θεωρήθηκε ότι μια χώρα είναι ελκυστική για επενδύσεις επειδή μπορεί να προσφέρει πιο φτηνό εργατικό δυναμικό ή να χαμηλώνει τα επίπεδα προστασίας ως προς την υγιεινή και ασφάλεια, το περιβάλλον και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Μια ματιά βέβαια στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη θα δείξει ότι οι επενδύσεις συνήθως δεν κατευθύνονται κυρίως εκεί. Κυρίως κατευθύνονται σε «πόλους» που έχουν να επιδείξουν υψηλή παραγωγικότητα, ένταση τεχνολογίας, συσσωρευμένη γνώση και ερευνητική εμπειρία, σαφές και σταθερό θεσμικό πλαίσιο, υψηλή κατάρτιση του εργατικού δυναμικού και κουλτούρα αναμέτρησης με μεγάλες προκλήσεις.
Την αλήθεια αυτή πολλοί έχουν ξεχάσει ή προσπεράσει σε διάφορες στιγμές, συμπεριλαμβανομένων των δανειστών μας που θεώρησαν ότι αρκούσε η διαβόητη «εσωτερική υποτίμηση» για να προσελκυστούν επενδύσεις, κάτι που διαψεύστηκε, ενώ την ίδια ώρα είχε πολύ αρνητικές κοινωνικές συνέπειες.
Το τέλος των μνημονίων, έστω και σε συνθήκες «αυξημένης επιτήρησης» προσφέρει την ευκαιρία η συζήτηση για την οικονομική πολιτική να διαλέξει αφετηρίες που να παραπέμπουν περισσότερο στην πραγματικότητα της οικονομίας παρά σε κάθε λογής εμμονές.