Την ίδια στιγμή που οι υπουργοί κ.κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος και Γιώργος Χουλιαράκης προσπαθούν να πείσουν επενδυτές στις ΗΠΑ ότι η κατάσταση στην Ελλάδα βελτιώνεται, το υπουργείο Οικονομικών δημοσίευε χθες ένα νέο ενημερωτικό Δελτίο (στα αγγλικά) το οποίο απευθύνεται στο διεθνές επενδυτικό κοινό και μιλά συνεχώς για πλεονάσματα, εξωραϊζοντας την εικόνα χάριν των αγορών –και όχι μόνον.
Στο προίμιο, με μια διφορούμενη ενδεχομένως διατύπωση, μιλά για προβλέψεις στη βάση της «μη αλλαγής πολιτικής» (On a “no policy change” basis), αφήνοντας την εντύπωση «στους έξω» ότι δεν υπάρχει πισωγύρισμα, ενώ «στους μέσα» ότι μπορεί να αλλάξουν οι πολιτικές και τα μέτρα. Στην βάση της «μη αλλαγής πολιτικής» πάντως, το υπουργείο Οικονομικών προεξαγγέλλει μόνιμη υπέρβαση του 3,5% του ΑΕΠ στα πλεονάσματα (έως και στο 5,2% το 2022) αλλά και ότι «ο δημοσιονομικός χώρος που προκύπτει (δηλαδή η υπέρβαση έναντι των στόχων) θα χρησιμοποιηθεί για μόνιμη μείωση των φόρων και μια αύξηση σε στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες». Δεν λέει δηλαδή πουθενά ότι δεν θα εφαρμοστεί η μείωση των συντάξεων το 2019, αναφέρει το protothema.
Στο προηγούμενο δελτίο του πάντως, έναν μήνα πριν, το υπουργείο είχε ήδη ανακοινώσει στο διεθνές ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται (οίκους αξολόγησης κλπ) την υπέβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2017 και στις αρχές του 2018. Τότε όμως δεν εξηγούσε σε τι οφείλεται η υπέρβαση αυτή, δηλώνοντας την δέσμευση ότι θα το πράξει στο επόμενο δελτίο.
Στο νέο (9σέλιδο) δελτίο, προβάλλει ξανά τα πλεονάσματα και τους στόχους που έχει δεσμευτεί να τηρήσει, αποσιωπώντας στην ουσία ότι οφείλονται στο ότι το Κράτος δεν πληρώνει τις συντάξεις. Συγκεκριμένα, επιχειρώντας να εξηγήσει πού οφείλονται τα υπερπλεονάσματα, αναφέρει ότι:
α) «Με βάση τους όρους του Προγράμματος, το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε το 2017 σε 7,53 δισεκατομμύρια ευρώ ή 4,24% του ΑΕΠ, πολύ πάνω από τον στόχο του 1,75%. Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα επιβεβαίωσε ότι το 2017 ήταν άλλο ένα έτος αξιόπιστης δημοσιονομικής διαχείριση» τονίζει η έκθεση.
β) «Η υπέρβαση στην δημοσιονομική επίδοση του 2017 οφείλεται κυρίως σε μόνιμους παράγοντες και λιγότερο σε έκτακτους» τονίζει. Και «μεταξύ των μόνιμων παραγόντων» ξεχωρίζει «τα έσοδα από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης λόγω της υψηλότερης από την αναμενόμενη αύξηση της απασχόλησης, και της αύξησης της φορολογικής συμμόρφωσης ως αποτέλεσμα των πληρωμών χωρίς μετρητά», υπονοώντας κυρίως ότι οι φορολογούμενοι πλήρωσαν τους φόρους τους χωρίς να βάλουν το χέρι στην τσέπη, με εφάπαξ συμψηφισμούς από επιστροφές φόρων αντί για πληρωμές με δόσεις κλπ.
γ) Ωστόσο τα 7,5 δισ. πλεόνασμα δεν αιτιολογούνται ως «μόνιμης» και επαναλαμβανόμενης απόδοσης, όπως επιχειρήθηκε αρχικά να εμφανιστεί στην ανακοίνωση, αφού αμέσως παρακάτω αναφέρεται ότι «συγκεκριμένα, οι κοινωνικές εισφορές αυξήθηκαν κατά 4,9% σε ετήσια βάση στα 20,84 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω της ισχυρής αύξησης της απασχόλησης (+ 2,1% σε ετήσια βάση) με θετική συμβολή στο πλεόνασμα των Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης ύψους 2,94 δισ. ευρώ».
Δηλαδή το υπουργείο Οικονομικών παραδέχεται ότι από τα 7,5 δισ. ευρώ, τα 3 δισ. είναι πλεόνασμα του ΕΦΚΑ, αλλά από τα 3 δισ. μόλις το 1 δισ. ευρώ είναι αύξηση εισφορών λόγω της απασχόλησης. Αποσιωπά πού βρέθηκαν τα άλλα 2 δισ. ευρώ σαν πλεόνασμα του ΕΦΚΑ, ενώ για το 2017 η αρχική πρόβλεψη (και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017 ακόμα) ήταν να έχει έλλειμμα 1 δισ. ευρώ και καθόλου πλεόνασμα.
Η εξήγηση είναι απλή, αν και το ΥΠΟΙΚ ελπίζει να μην γίνει ορατή στους ξένους επενδυτές: ο ΕΦΚΑ «γύρισε» από έλλειμμα 1 δισ. σε πλεόνασμα 2 δισ. (ή 3 δισ. μαζί με τις εισφορές νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας) κυρίως λόγω της περικοπής νέων συντάξεων, μη καταβολής εκκρεμών συντάξεων, παράνομης παρακράτησης εισφορών σε παλαιές συντάξεις και είσπραξη διπλών και τριπλών εισφορών από εν ενεργεία εργαζόμενους και αυταπασχολούμενους.
Οι «μόνιμοι» όμως παράγοντες δημιουργίας πλεονασμάτων , δεν είναι και τόσο «μόνιμοι» στην πραγματικότητα αφού αργά ή γρήγορα όσοι έχουν εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης θα πρέπει να λάβουν την σύνταξη και αναδρομικά (ή θα επανέλθον με νέες αιτήσεις αν κόπηκαν επειδή έλειπαν δικαιολογητικά χρόνου ασφάλισης), ενώ οι παράνομες κρατήσεις θα σταματήσουν να εισπράττονται από το δημόσιο και, στη συνέχεια, θα πρέπει επίσης να επιστραφούν κι αυτές αναδρομικά. Με συνέπεια τα πλεονάσματα να περιοριστούν ή και να μετατραπούν σε ελλείμματα.
Και αυτό παρότι η κυβέρνηση υπόσχεται ότι θα προσπαθήσει να μην περικόψει κι άλλο τις συντάξεις, ενώ την ίδια στιγμή προβλέπει ότι το 2019 το Κράτος θα δαπανήσει για συντάξεις μόλις 25,7 δισ. ευρώ, αντί για για 29 δισ. ευρώ που θα διαθέσει το 2018 (μείωση 3,3 δισεκατομμύρια ευρώ σε 1 χρόνο) για να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,96% το 2019, όπως προβλέπεται στο ίδιο ενημερωτικό δελτίο και στο Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2019-2022.
Επιπλέον, η έκθεση αποδίδει εν μέρει την υπέρβαση στα πλεονάσματα, σε δύο ακόμα λόγους:
«την αυξημένη φορολογική συμμόρφωση με πληρωμές χωρίς μετρητά» που περιλαμβάνει προφανώς και τους μαζικούς αυτόματους συμψηφισμούς υποχρεώσεων πληρωμών φόρων με επιστροφές φόρων που δεν έλαβαν οι φορολογούμενοι (πχ εφάπαξ εξόφληση του ΕΝΦΙΑ τον Σεπτέμβριο του 2017 με επιστροφές φόρων εισοδήματος κλπ) «την υποεκτέλεση» (δηλαδή κόψιμο δαπανών) από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (Public Investment Budget PIB) που στοίχησαν σε δουλειές, ανάπτυξη αλλά και έργα υποδομής που έχει ανάγκη η χώρα. Η μικρότερη Ανάπτυξη όμως, σημαίνει μικρότερο ΑΕΠ και μεγαλύτερο χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ) που σημαίνει και μεγαλύτερα μέτρα λιτότητας για να θεωρείται βιώσιμο το χρέος.