Αισιοδοξία εκφράζει η HSBC για την Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι αν και το Eurogroup της 27ης Ιανουαρίου δεν είχε κάποια πρόοδο, προκαλώντας αρνητική αντίδραση στην αγορά, ωστόσο υπήρξαν κάποια σημάδια που συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι μάλλον πολύ κοντά.
Στην ανάλυσή της η HSBC επισημαίνει ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι προς το συμφέρον τόσο της Ελλάδας όσο και της Ευρωζώνης και αυτή η προοπτική θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα για να επιτευχθεί μια συμφωνία κατά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, πριν τις εκλογικές αναμετρήσεις στις ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, η αβεβαιότητα αναφορικά με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα παραμένει, ενώ η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι, φαίνεται απίθανη.
Τα θετικά μηνύματα από το Eurogroup
Η HSBC δεν θεωρεί έκπληξη το συμπέρασμα του Eurogroup. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και δανειστών είχαν ήδη σταματήσει μετά την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να παράσχει το βοήθημα στους συνταξιούχους.
Η αγορά έχει αντιδράσει αρνητικά στις ειδήσεις, με τις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων να ξεπερνούν και πάλι το όριο του 7%, γεγονός που αποκαλύπτει την απαισιοδοξία για το μέλλον του προγράμματος.
Από την άλλη, ωστόσο, η Ελλάδα ανέλαβε τη δέσμευση να μην προχωρήσει σε παρόμοιες δράσεις πολιτικής στο μέλλον μονομερώς. Χάρη σε αυτό, ο ESM πριν από λίγες ημέρες αποφάσισε να ξεμπλοκάρει την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους, αξίας περίπου 20% του ΑΕΠ έως το 2060.
Ακόμη περισσότερο, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι το τελικό πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα για το 2016 έχει πράγματι ξεπεράσει τους στόχους, στοιχείο που αναγνώρισε και ο επικεφαλής του Eurogroup. Η επόμενη ευκαιρία για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι το Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου, εξαιτίας των ολλανδικών εκλογών στις 15 Μαρτίου.
Υπάρχουν στοιχεία που εμποδίζουν τη δεύτερη αξιολόγηση, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις και οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, ενώ ένα μικρό χάσμα φαίνεται να παραμένει στον στόχο του 2018 για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ντομπρόβσκις δήλωσε ότι η Ελλάδα είναι «σε καλό δρόμο για την κάλυψη του στόχου του 3,5% του ΑΕΠ στο πρωτογενές πλεόνασμα το 2018». Και όσον αφορά στα πιθανά πρόσθετα μέτρα για την εξασφάλιση του στόχου, από το 2018 και πέρα, θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί την επέκταση του υφιστάμενου μηχανισμού αυτόματων περικοπών δαπανών, εάν τα δημοσιονομικά εκτροχιαστούν.
Η αβεβαιότητα για τη συμμετοχή του ΔΝΤ και το QE της ΕΚΤ
Σε αυτό το στάδιο, το κύριο εμπόδιο φαίνεται να είναι η συμμετοχή του ΔΝΤ στα προγράμματα. Ο κ. Ντάισελμπλουμ επιβεβαίωσε ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι αδιαπραγμάτευτη, ενώ και ο κ. Σόιμπλε είχε υποστηρίξει ότι αν το ΔΝΤ αρνηθεί να συμμετέχει στο τρέχον πρόγραμμα, τότε το πρόγραμμα δεν θα είναι πλέον σε ισχύ. Ένα νέο πρόγραμμα θα απαιτήσει την κοινοβουλευτική έγκριση στη Γερμανία, η οποία μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη, δεδομένων των εκλογών.
Από την πλευρά του το ΔΝΤ πιστεύει ότι χρειάζονται περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα για να επιτευχθεί ο στόχος του 3,5% του ΑΕΠ στο πρωτογενές πλεόνασμα το 2018, αλλά επειδή τα περιθώρια για επιπλέον μέτρα είναι ελάχιστα, θα πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους εκ των προτέρων από τους πιστωτές.
Το πρώτο θέμα είναι σαφώς ένα πρόβλημα για την ελληνική κυβέρνηση, ενώ το δεύτερο είναι πρόβλημα για την Ευρωζώνη. Το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ πρόκειται να συζητήσει την επανεξέταση «του άρθρου IV» για την Ελλάδα και αυτό περιλαμβάνει το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους, συνεπώς είναι δύσκολο να προβλεφθεί αν το ΔΝΤ θα εγκρίνει τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα μέχρι την επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup.
Σύμφωνα με την HSBC, ένας από τους κινδύνους που υπάρχουν είναι το γεγονός ότι το ΔΝΤ, σε κάθε ευκαιρία, στέλνει σαφές μήνυμα ότι δεν είναι πλέον στις προθέσεις του να παίξει ενεργό ρόλο στο ελληνικό πρόγραμμα και αυτό, αν συμβεί, θα αφήσει την Ελλάδα και την Ευρωζώνη σε μια επισφαλή κατάσταση.
Τέλος, αναφορικά με τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο QE, ακόμη και αν η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους της ΕΚΤ είναι θετική, δεν θα μπορούσε να αγοράσει ελληνικά ομόλογα όσο εκκρεμεί η αξιολόγηση.
Η τρέχουσα αξιολόγηση έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί τον περασμένο Δεκέμβριο και η τρίτη αξιολόγηση έως τον Μάρτιο του 2017. Από τη στιγμή που η τρέχουσα αξιολόγηση ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη, αμέσως μετά θα πρέπει να αρχίσει η επόμενη και αυτό θα αφήσει πολύ μικρό παράθυρο για την ΕΚΤ να αγοράσει ελληνικά ομόλογα.
Συνεπώς και πιο ρεαλιστικά, είναι δύσκολο η ΕΚΤ να αγοράσει ελληνικά ομόλογα πριν από το καλοκαίρι ή και καθόλου, καταλήγει η HSBC.