Με έναν τρόπο σηματοδοτεί το τέλος ενός ιστορικού κύκλου. Η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου υποχώρησε για πρώτη φορά στην ιστορία στο 1,647%. Το 15ετές ομόλογο αγγίζει το 1,995%, ενώ στο 2,567% κινείται η απόδοση του 30ετούς ελληνικού ομολόγου. Το spread έναντι των γερμανικών ομολόγων διαμορφώνεται στις 234 μ.β και στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Ιανουάριο του 2010.
Εκεί που η εκτίναξη των ελληνικών επιτοκίων σηματοδότησε την είσοδο της ελληνικής οικονομίας σε μια βαθιά οικονομική κρίση (και κρίση χρέους), καθώς η εκρηκτική άνοδος των επιτοκίων αντανακλούσε το πόσο επισφαλή θεωρούσαν τους ελληνικούς κρατικούς τίτλους οι διεθνείς αγορές (το επιτόκιο είναι και εκτίμηση κινδύνου), η τρέχουσα υποχώρηση των ελληνικών επιτοκίων σημαίνει ότι πλέον η ελληνική οικονομία δεν αντιμετωπίζεται ως το «ελληνικό δράμα».
Προφανώς και η εικόνα αυτή αντανακλά και τη γενικότερη τάση υποχώρησης των αποδόσεων των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων κρατικών τίτλων στην Ευρώπη, καθώς οι επενδυτές στρέφονται προς αυτούς θεωρώντας ότι προσφέρουν ασφαλέστερη τοποθέτηση έναντι των τρεχουσών υφεσιακών τάσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποχώρηση άλλων τίτλων όπως π.χ. των μετοχών. Σίγουρα, επίσης, αποτελεί και έκφραση της γενικότερης τάσης υποχώρησης των επιτοκίων που χαρακτηρίζει το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας. Όμως, εξίσου σίγουρα αντανακλά και την εκτίμηση των αγορών για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής.
Η υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων καταρχάς έχει ένα άμεσο αποτέλεσμα στην εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους. Παρότι ο κύριος όγκος του ελληνικού χρέους αφορά χρέος προς τον EFSF και τον ESM, μαζί με το εναπομείναν χρέος προς το ΔΝΤ, ωστόσο ένα μέρος του αφορά εκδόσεις ομολόγων από το ελληνικό δημόσιο, το κόστος των οποίων υποχωρεί. Επιπλέον, αυτή η υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων διευκολύνει και τα σχέδια για νέες εκδόσεις ελληνικών ομολόγων χωρίς υπέρογκο κόστος δανεισμού και αυτό διευκολύνει και τα σχέδια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του δημοσίου.
Προφανώς και δεν σημαίνει ότι σε σχέση με το ελληνικό χρέος έχουν τελειώσει όλα τα προβλήματα. Το κρίσιμο σημείο παραμένει εάν και πότε τα ελληνικά ομόλογα θα κριθούν ξανά από τους οίκους αξιολόγησης ως πραγματικά αξιόχρεα (investment grade) μια που αυτό θα έστελνε ένα μήνυμα προς του επενδυτές να επιδιώξουν πραγματικά να τοποθετηθούν σε ελληνικούς τίτλους, πράγμα που θα δημιουργούσε ακόμη πιο αυξημένη ζήτηση σε μελλοντικές εκδόσεις και υποχώρηση του κόστους εξυπηρέτησης.
Η αυξανόμενη αβεβαιότητα στην ευρωπαϊκή οικονομία
Όλα αυτά αποκτούν ξεχωριστή σημασία σε ένα τοπίο αυξημένης αβεβαιότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος στη Γερμανία υποχώρησε παραπέρα τον Αύγουστο, ενώ άρχισαν να φαίνονται και οι επιπτώσεις για την γερμανική οικονομία από την παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα και τον εν εξελίξει εμπορικό πόλεμο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Αυτό δείχνει και η υποχώρηση των γερμανικών εξαγωγών που οδήγησε και σε ένα δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο συρρίκνωσης της γερμανικής οικονομίας, αυτή τη φορά κατά 0,1%, αυξάνοντας τις ενδείξεις ότι είναι πιθανό σύντομα η γερμανική οικονομία να βρεθεί και τυπικά σε ύφεση. Άλλωστε, η Γερμανία δεν είναι μόνη σε αυτή την τάση. Τόσο η Γαλλία όσο και η Ιταλία εμφανίζουν σημαντική υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης.
Μάλιστα, η Ιταλία, που είναι μια ανάσα πριν από την τυπική ύφεση, έχει να αντιμετωπίσει και το κόστος από την πολιτική αβεβαιότητα που δημιούργησε η πρόσφατη κυβερνητική κρίση.
Θα υπάρξει νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης;
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν σε αυτό το τοπίο θα υπάρξει ένα καινούριο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης», την ώρα που πλευρές του προηγούμενου προγράμματος ουσιαστικά συνεχίζονται καθώς τα κέρδη από τις ωριμάνσεις των τίτλων που έχει ήδη αγοράσει η ΕΚΤ χρησιμοποιούνται για την αγορά τίτλων (μια έμμεση παράταση ενός είδους QE). Πάντως οι δηλώσεις του Ντράγκι στα τέλη Ιουλίου σε μια τέτοια κατεύθυνση παρέπεμπαν καθώς ανακοίνωσε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν πρόκειται να αυξήσει τα επιτόκιά της τουλάχιστον καις το πρώτο μισό του 2020, ότι είναι πιθανό και να τα μειώσει και ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να ενεργοποιήσει και νέο πρόγραμμα αγοράς τίτλων, δηλαδή νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE).
Ο λόγος που επικαλέστηκε ο Ντράγκι είναι ότι ο πληθωρισμός εξακολουθεί να βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που είναι ο στόχος της ΕΚΤ, και άρα ένα νέο πρόγραμμα είναι αναγκαίο ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού, που είναι η μορφή που παίρνει σήμερα η τάση προς την ύφεση στην Ευρώπη. Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι Μάριο Ντράγκι θέλει να ολοκληρώσει τη θητεία του με ένα ακόμη πρόγραμμα τόνωσης της ευρωπαϊκής οικονομίας, τουλάχιστον εντός των ορίων και των δυνατοτήτων που δίνει η νομισματική πολιτική και το καταστατικό της ΕΚΤ. Γι’ αυτό και αρκετοί υποστηρίζουν ότι θα μπορούσαμε να δούμε ανακοίνωση νέου προγράμματος ακόμη και πριν την εγκατάσταση της Κριστίν Λαγκάρντ στην έδρα της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη.
Οι αντιρρήσεις της Γερμανίας
Ωστόσο, δεν είναι αυτονόητο ότι όλοι στην Ευρώπη σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο με τον Μάριο Ντράγκι. Η γερμανική κυβέρνηση έχει προσπαθήσει γενικά να υποβαθμίσει το θέμα και δεν έχει θέσει ζήτημα έκτακτων μέτρων. Επιπλέον, ο επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ, Γενς Βάιντμαν τοποθετήθηκε, με συνέντευξή του στην Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung κατά ενός νέου προγράμματος κρατικών τίτλων (που είναι ο βασικός μηχανισμός ενός προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης).
Ο γερμανός κεντρικός τραπεζίτης υποστήριξε ότι δεν υπάρχει λόγος πανικού επειδή η γερμανική οικονομία οδεύει προς την πρώτη τυπική ύφεση μετά έξι χρόνια. Ο κ. Βάιντμαν τόνισε ότι είναι «πολύ επιφυλακτικός για ένα νέο πρόγραμμα αγοράς κρατικών τίτλων», καθώς θεωρεί ότι θολώνει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική.
«Το ερώτημα είναι εάν χρειάζονται νέα μέτρα με βάση την προοπτική του πληθωρισμού, ειδικά εάν υπάρξουν παρενέργειες και μειωθεί η αποτελεσματικότητα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής στη Μπούντεσμπανκ, που ήταν και εκ των υποψηφίων για τη θέση του επικεφαλής της ΕΚΤ.
Η τοποθέτηση αυτή φέρνει τον κ. Βάιντμαν σε αντίθεση με τον κ. Ντράγκι αλλά και την πλειοψηφία των οικονομολόγων και των κεντρικών τραπεζιτών που υποστηρίζουν ότι είναι απαραίτητο ένα νέο πρόγραμμα τόνωσης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Ο γερμανός κεντρικός τραπεζίτης παραδέχτηκε την υποχώρηση της γερμανικής οικονομίας, όμως υποστήριξε ότι επαρκούν οι «αυτόματοι σταθεροποιητές» που προσφέρει το γερμανικό φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα. Το μόνο που θεώρησε ότι μπορεί να χρειαστεί, είναι ίσως μια παραπέρα υποχώρηση των επιτοκίων.
Η Ελλάδα και ένα νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης
Για την ελληνική οικονομία που σε μια κρίσιμη στιγμή στην πορεία εξόδου από τις επιπτώσεις της κρίσης έχει να αντιμετωπίσει την υποχώρηση της παγκόσμιας οικονομίας και το υπαρκτό ενδεχόμενο μιας ύφεσης στην ευρωζώνη, ένα νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα μπορούσε να προσφέρει μια κρίσιμη οικονομική ανάσα. Άλλωστε, όλοι συμφωνούν για το κόστος από τη μη συμμετοχή στο προηγούμενο.
Το βασικό είναι ότι θα προσφέρει μια κρίσιμη τόνωση ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα και στην οικονομία που θα μπορούσε να αντισταθμίσει την υποχώρηση της παγκόσμιας οικονομίας και να επικυρώσει τις όποιες ενδογενείς αναπτυξιακές δυναμικές καταγράφονται στην ελληνική οικονομία.