Ένας τρόπος να προσεγγίσει κανείς την ελληνική πολιτική πραγματικότητα είναι να πληροφορηθεί τι λέγει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ γύρω από ένα θέμα και να θεωρήσει ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν κατά τον εντελώς αντίθετο τρόπο.
Κλασικό παράδειγμα, το δημοψήφισμα του 2015, το βροντερό ‘’όχι’’ του οποίου σήμαινε, όπως έδειξε η συνέχεια, (ευτυχώς !) ‘’ναι στην Ευρώπη’’.
Του Κώστα Χριστίδη*
Οι θέσεις της κυβέρνησης, όπως έχω και άλλοτε σημειώσει, θυμίζουν κάποιες μάλλον αμφιβόλου ηθικής κυρίες, οι οποίες όταν λένε ‘’όχι’’ εννοούν ‘’ναι’’, όταν λένε ‘’ναι’’ εννοούν ‘’ίσως’’ και όταν λένε ‘’ίσως’’ εννοούν «όχι»…
Η κυβέρνηση οργανώνει φιέστες για να εορτάσει το ‘’τέλος των μνημονίων’’. Ας θυμηθούμε κατ’ αρχάς ότι ο σημερινός πρωθυπουργός προεκλογικά επαγγελλόταν ‘’το σχίσιμο των μνημονίων με έναν νόμο, ένα άρθρο’’, ο δε πληθωρικός υπουργός Άμυνας εξόρκιζε κάθε συνεργασία με όσους είχαν υπογράψει (τα δύο μέχρι τότε) μνημόνια.
Όταν, βεβαίως, ήλθαν στα πράγματα, όχι μόνο δεν ‘’έσχισαν’’ τα μνημόνια, όχι μόνο υπέγραψαν ένα τρίτο, εν πολλοίς αχρείαστο μνημόνιο, αλλά επιπλέον νομοθέτησαν μέτρα, τα οποία ναρκοθετούν την οικονομική πορεία της χώρας για πολλά χρόνια: αναφέρομαι, βεβαίως, στην πολλοστή μείωση των συντάξεων από 1ης Ιανουαρίου 2019, την περαιτέρω μείωση του αφορολογήτου ορίου από 1ης Ιανουαρίου 2020, τα θηριώδη πλεονάσματα μέχρι τέλους 2022 και υψηλά σε κάθε περίπτωση κατά το διάστημα 2023 – 2060 (τα οποία πλεονάσματα η κυβέρνηση παλαιότερα εξόρκιζε και σήμερα κομπάζει ότι τα … υπερβαίνει ως ετήσιους στόχους, εξανεμίζοντας ουσιαστικά την ανάπτυξη και δημιουργώντας συνθήκες ασφυξίας για εκατομμύρια Ελλήνων), την ανά τρίμηνο επιτήρηση εκ μέρους των δανειστών κ.α.
Τα μέτρα αυτά ουσιαστικά συνιστούν ένα τέταρτο, αόριστης διάρκειας μνημόνιο και, μάλιστα, χωρίς χρηματοδότηση.
Ως προς το θέμα του χρέους, είναι η παρούσα κυβέρνηση που κατέστησε οριστικά μη βιώσιμο το χρέος που παρέλαβε.
Αφού ανήγαγε σε ‘’τοτέμ’’ το θέμα της μειώσεώς του, αρχικά μέσω διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής του αξίας, στην συνέχεια μέσω σημαντικής ελάφρυνσής του, κατέληξε σε ένα μέτριο, έναντι των προσδοκιών, ‘’πακέτο’’ μέτρων που το καθιστούν οριακά διαχειρίσιμο, υπό προϋποθέσεις.
Το κρίσιμο θέμα είναι τί θα συμβεί μετά την λήψη των μέτρων αυτών, κατ’ αναλογία με ό,τι συνέβαινε μετά από τις νομισματικές υποτιμήσεις του παρελθόντος: η παρασχεθείσα δεκαετής περίοδος χάριτος δημιουργεί ένα διάστημα κατά το οποίο το χρέος θα μπορούσε να καταστεί οριστικά βιώσιμο εάν επερχόταν υπολογίσιμη ανάπτυξη, π.χ. 3% ετησίως.
Ατυχώς, με την παρούσα κυβέρνηση αυτό είναι απίθανο, αν όχι αδύνατο να συμβεί. Όχι μόνο γιατί, λόγω μικροπολιτικών υπολογισμών, απέρριψε μία προληπτική γραμμή στήριξης που θα μείωνε το αυξημένο κόστος δανεισμού από τις αγορές, αλλά διότι η φορολογική αφαίμαξη, ο αντι-παραγωγικός τρόπος λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, το αντι-επιχειρηματικό κλίμα και άλλοι υφεσιακοί παράγοντες εξακολουθούν να λειτουργούν αλώβητοι. Υπό τις συνθήκες αυτές οι πανηγυρισμοί μετά λαιμοδέτου ή άνευ, για υποτιθέμενους θριάμβους συνιστούν απροκάλυπτο εμπαιγμό.
Νομικός – Οικονομολόγος*