Όταν μία κοινωνία αντιμετωπίζει μία αγνώστων παραμέτρων συστημική απειλή, η οποία απειλεί να ανατρέψει τον τρόπο λειτουργίας της και να προκαλέσει σημαντικές ανθρώπινες και υλικές απώλειες, η Ιστορία έχει δείξει πως δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο τρόποι αντιμετώπισής της, διαμετρικά αντίθετοι μεταξύ τους.
Των Κωνσταντίνου Γάτσιου και Δημήτρη Ιωάννο
Ο πρώτος συναντάται εκεί όπου οι ηγεσίες αποφασίζουν να κινηθούν είτε στη βάση κάποιων αταλάντευτων πεποιθήσεών τους ή εξυπηρετώντας κάποιες ειδικές κατηγορίες συμφερόντων και αναγκών.
Ο δεύτερος τρόπος συναντάται εκεί όπου οι ηγεσίες, παραμερίζοντας τις όποιες δικές τους πεποιθήσεις ή ειδικότερες επιδιώξεις, αποφασίζουν να κινηθούν με γνώμονα την αρχή της «προφύλαξης», δίνοντας δηλαδή προτεραιότητα στη διαφύλαξη των μειζόνων αξιών (πρωτίστη των οποίων σε μία δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι η ανθρώπινη ζωή), θέτοντας σε δεύτερη μοίρα οποιοδήποτε άλλον στόχο ή προτεραιότητα.
Όποτε οι ηγεσίες προσπάθησαν να χειριστούν μία κρίση επιλέγοντας την πρώτη μέθοδο, δηλαδή την ικανοποίηση ειδικών συμφερόντων αντί του κοινού οφέλους, η Ιστορία διδάσκει πως το αποτέλεσμα ήταν πάντοτε καταστροφικό και για το κοινωνικό σύνολο και για τις ίδιες. Στην κρίση που διανύουμε, κάτι τέτοιο, δηλαδή μία μείζων καταστροφή, ευτυχώς δεσυνέβη (και ελπίζουμε ότι δε θα συμβεί) στη χώρα μας.
Είναι προφανές ότι η ηγεσία της επέλεξε να ενεργήσει με βάση το ορθό κριτήριο. Εκείνο που δεν αντιλαμβάνονται όσοι προβάλλουν τον αποκρουστικό ισχυρισμό ότι με την επιλογή τής πολιτικής περιορισμών που εφαρμόσθηκε «θυσιάστηκε η οικονομία» προς χάριν ολίγων, ούτως ή άλλως ευάλωτων, ατόμων (ή ότι «θυσιάστηκαν οι ατομικές ελευθερίες»!), είναι το εξής απλό: εάν δεν είχαν ληφθεί τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πολύ πιθανόν η πανδημία να λάμβανε τέτοια έκταση, ώστε η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας να μην ήταν ελεγχόμενη, όπως είναι τώρα, αλλά να ήταν άναρχη και κατακλυσμιαία, με κατάρρευση των βασικών εφοδιαστικών αλυσίδων σε τρόφιμα, υγεία και ενέργεια, και με τη χώρα να υφίσταται μία τεράστια ανθρωπιστική και οικονομική καταστροφή.
Ενώ τώρα, όχι μόνο ξεχωρίζει μεταξύ των εθνών διότι ελαχιστοποίησε το μέγεθος της τραγωδίας, αλλά επιπλέον μπορεί να εξέλθει από την δοκιμασία με μεγαλύτερη συλλογική αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία. Ο χειρισμός της υγειονομικής πλευράς της κρίσης ήταν περίπου ο βέλτιστος δυνατός –αυτό δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.
Εκτός από την υγειονομική, όμως, υπάρχει και η οικονομική πλευρά της κρίσης, στην οποία η Ελλάδα εισήλθε με την πλέον αδύναμη οικονομία μεταξύ εκείνων της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ, επιπλέον, αναμένεται να υποστεί και τις μεγαλύτερες απώλειες από όλες, όχι κυρίως ως αποτέλεσμα του επιβληθέντος social distancing, αλλά λόγω εξωγενών παραγόντων τους οποίους η ελληνική πολιτική δε μπορεί να επηρεάσει, όπως είναι η διεθνής ισχυρή κάμψη στις μεταφορές και στον τουρισμό.
Στις δεδομένες συνθήκες, όμως, όπου η απαγόρευση της κρατικής ενίσχυσης των επιχειρήσεων της ευρωζώνης έχει αρθεί, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να υποστηρίξει την ελληνική οικονομία διότι, διαφορετικά, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα είναι πολύ εύκολο να καταρρεύσουν ή/και να εξαγοραστούν από ευρωπαίους ανταγωνιστές προερχόμενους από χώρες με άπλετη κρατική ενίσχυση λόγω του «δημοσιονομικού περιθωρίου» που διαθέτουν.
Έτσι θα καταλυθεί πλήρως η αρχή του δίκαιου ανταγωνισμού και των ίσων ευκαιριών επί των οποίων (πρέπει να) στηρίζονται η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη.
Βεβαίως, η ενίσχυση της υπερχρεωμένης ελληνικής οικονομίας και η κάλυψη των αναγκών της στην κρίση μπορεί να γίνει μόνο με έναν συγκεκριμένο τρόπο: δεν μπορεί να αφορά νέο δανεισμό αλλά θα πρέπει να έχει τη μορφή των μεταβιβάσεων, της χορηγίας. Είναι γεγονός πως οι οικονομικοί επιτελείς τής κυβέρνησης (και όχι μόνο) καθυστέρησαν αρκετά να το αντιληφθούν. Μα και πάλι, η (καθυστερημένη)διαπίστωση δεν αρκεί από μόνη της.
Απαιτούνται, επίσης, σχετικές πρωτοβουλίες, κάτι που ήδη κάνουν οι άλλες, επειγόμενες για το ίδιο θέμα, χώρες του Νότου.
Το βασικό πρόβλημα, ως γνωστόν, συνίσταται στο ότι οι ψηφοφόροι και οι πολιτικές ηγεσίες των βορείων χωρών αρνούνται, για προφανείς λόγους, να αναλάβουν το βάρος της
χρηματοδότησης της βοήθειας. Εν τούτοις η Γαλλία, η Πορτογαλία και η Ιταλία επιμένουν σε λύσεις «αμοιβαιότητας» (που σημαίνει ότι είναι πολύ πιθανόν η δαπάνη, τελικά, να βαρύνει τους φορολογουμένους του Βορρά), ενώ η Ισπανία έχει διατυπώσει μία πιο ριζοσπαστική πρόταση για από κοινού έκδοση «διηνεκών ομολόγων».
Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα όχι μόνο πρέπει να συμμετάσχει στον συγκεκριμένο διάλογο αλλά και ότι πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία μεταξύ των χωρών του Νότου προκειμένου να διαμορφωθεί μία κοινή πρόταση.
Μεταξύ της ιδέας που οι υπογράφοντες θεωρούν ότι προσφέρει την άριστη λύση –δηλαδή της κάλυψης ενός σημαντικού μέρους των αναγκών ρευστότητας για την αντιμετώπιση της κρίσης μέσω της «καθαρής νομισματοποίησης» από την ΕΚΤ– έως αυτήν που είναι η κατ’ ελάχιστον αποδεκτή πρόταση για αποφυγή της περαιτέρω υπερχρέωσης των ήδη υπερχρεωμένων, δηλαδή την έκδοση «διηνεκών ομολόγων», υπάρχει ένα ευρύ φάσμα «υβριδικών» πιθανών λύσεων (με κοινό στοιχείο τους την ενεργό σύμπραξη της ΕΚΤ), που μπορούν να ικανοποιήσουν τόσο τις ανάγκες του Νότου όσο και τις «ανησυχίες» του Βορρά.
Η Ελλάδα θα πρέπει άμεσα να αναλάβει μία τέτοια πρωτοβουλία που θα της προσφέρει τη (μόνη ρεαλιστική) δυνατότητα επιτυχούς αντιμετώπισης και της οικονομικής πλευράς της κρίσης του Covid-19.
Βοηθώντας, μάλιστα, και την Ευρώπη προς την ίδια κατεύθυνση. Πολλώ μάλλον διότι, όντας μία μικρή χώρα, όχι μόνο δεν πρέπει να σωπαίνει –διότι τότε περνάει απαρατήρητη και δεν υπολογίζεται από κανέναν– αλλά, αντιθέτως, πρέπει να μιλά για τα κρίσιμα θέματα με δυνατή φωνή και καθαρές προτάσεις.
Ακόμη και αν δεν εισακουσθεί και επικρατήσει ο «ρεαλισμός» των βορείων, «μετά», όταν η πραγματικότητα αποδείξει πόσο μυωπικός ήταν αυτός, η Ελλάδα, όντας δικαιωμένη, θα είναι σε πλεονεκτική θέση να επιδιώξει άλλου είδους διευθετήσεις, όπως την περαιτέρω μείωση του χρέους της.