«Η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να στοχεύει σαφώς στην απελευθέρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, στην εξάλειψη των περιττών και στρεβλωτικών κανονισμών και στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών φορέων», τόνισε ο Γιάννης Στουρνάρας από το βήμα εκδήλωσης του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ).
Όπως είπε, οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι ζωτικής σημασίας για τη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη ανάκαμψη και είναι κομβικής σημασίας για την αναδιάρθρωση της οικονομίας προς ένα εξωστρεφές πρότυπο διατηρήσιμης ανάπτυξης.
«Η παρούσα συγκυρία, όπου τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας αρχίζουν και διαφαίνονται, αποτελεί και το βασικό στοιχείο διαφοροποίησης σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, όπου η αστάθεια του οικονομικού περιβάλλοντος και η συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης δεν επέτρεψαν στις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν να αποτυπώσουν τα πραγματικά τους οφέλη στον καταναλωτή, στις επιχειρήσεις και στις αγορές. Αυτό αποτελεί μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί», συμπλήρωσε.
Ο διοικητής της ΤτΕ στάθηκε στις «ποικίλες αντιστάσεις στις μεταρρυθμίσεις», που δημιούργησαν μεγάλες διαρθρωτικές υστερήσεις της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες, με τη σειρά τους, περιόρισαν την αποτελεσματικότητα των πολιτικών σε τομείς όπως το ασφαλιστικό, η φορολογία, οι επενδύσεις, ο ταχύς αναπροσανατολισμός στις αγορές εξωτερικού και οι μεταρρυθμίσεις. Αυτές ήταν το κύριο πρόβλημα την περίοδο της κρίσης, τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ.
«Η ύφεση θα ήταν σαφώς μικρότερη και βραχύτερη, εάν είχαν έγκαιρα εκσυγχρονισθεί οι δομές της παραγωγής και της δημόσιας διοίκησης στη χώρα μας», όπως ανάφερε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο ρόλος της εγχώριας βιομηχανίας τροφίμων είναι θεμελιώδης για την ελληνική μεταποιητική βιομηχανία και για την ελληνική οικονομία ευρύτερα. Τα επεξεργασμένα τρόφιμα είναι μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες στην Ελλάδα, με προστιθέμενη ακαθάριστη αξία ανά εργαζόμενο ύψους 38,8 εκατομμυρίων ευρώ το 2014. Αυτό αντιστοιχούσε σε μερίδιο 25,4% σε όρους ακαθάριστης αξίας και 27,4% σε όρους απασχόλησης της συνολικής μεταποίησης, γεγονός που την κατατάσσει πρώτη ανάμεσα στους κλάδους της μεταποίησης.
Στην Ελλάδα, σημείωσε, η βιομηχανία τροφίμων απαρτίζεται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, υπάρχουν όμως ορισμένες μεγάλες εταιρίες που έχουν επεκταθεί, με την ίδρυση θυγατρικών σε άλλες χώρες, κυρίως στα Βαλκάνια και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό του τομέα της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων είναι η δομή του, καθώς περίπου 230 μεγάλες επιχειρήσεις παράγουν το 70% της συνολικής παραγωγής, ενώ 14.000 μικρές επιχειρήσεις παράγουν το υπόλοιπο 30% της παραγωγής. Αυτές οι μικρές επιχειρήσεις συμβάλλουν σημαντικά στην απασχόληση στις αγροτικές περιοχές αλλά και στη διαφοροποίηση της παραγωγής του κλάδου, καθώς εξειδικεύονται στην παραγωγή παραδοσιακών προϊόντων υψηλής ποιότητας.
Ο τομέας παρουσιάζει σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα. Κατά την περίοδο 2010-2015, ο κλάδος των μεταποιημένων τροφίμων και ποτών αντιπροσώπευε το 11,1% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών και το 9,8% των ελληνικών εισαγωγών. Ανάμεσα στα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα είναι το ελαιόλαδο, τα επεξεργασμένα λαχανικά και φρούτα καθώς και τα γαλακτοκομικά.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η εξαγωγική επίδοση του κλάδου επεξεργασμένων τροφίμων και ποτών (ο λόγος των εξαγωγών προς την
ακαθάριστη αξία παραγωγής) αυξήθηκε από 33% το 2008 στο 45% το 2015, ενώ η εισαγωγική διείσδυση στον κλάδο (ο λόγος των εισαγωγών προς τη φαινόμενη κατανάλωση) παρέμεινε σχετικά στάσιμη, με αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου του κλάδου.
Όπως όμως σημείωσε ο διοικητής της ΤτΕ, παρά την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, οι εξαγωγές υπολείπονται του επιπέδου που θα αναμενόταν, με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών. Αυτό μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στην έλλειψη ικανής χρηματοδότησης και το υψηλότερο κόστος δανεισμού, την αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς και την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση, η οποία επιβραδύνει ή και ανακόπτει την πρόοδο προς την αποκατάσταση της συνολικής ανταγωνιστικότητας.
Επιπλέον, η υστέρηση των εξαγωγών οφείλεται εν μέρει και σε εγγενείς διαρθρωτικές αδυναμίες, που εμποδίζουν τη διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές και αφορούν άλλες πτυχές εκτός του κόστους, όπως η ποιότητα των προϊόντων, η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης και η καθιέρωση επωνυμίας (branding), η γραφειοκρατία κ.λπ.
Δίνοντας brand name σε κάποιο προϊόν επιτυγχάνουμε δύο πράγματα: πρώτον, αυξάνουμε την ελκυστικότητά του προς τους καταναλωτές και, δεύτερον, προσθέτουμε αξία, τόνισε.
Η Ελλάδα κατατάσσεται σήμερα στην πέμπτη θέση της ΕΕ, μετά την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, ως προς τον αριθμό των προϊόντων που έχουν κατοχυρωθεί στην ευρωπαϊκή λίστα των προϊόντων Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης ή Προστατευόμενης Γεωγραφικής Περιοχής.
Η χαμηλή διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στην παγκόσμια αγορά σχετίζεται με την υποτονική συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων σε παγκόσμια δίκτυα παραγωγής και διανομής. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η ενσωμάτωση των ελληνικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας (global value chains) είναι χαμηλή σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ που έχουν παρόμοιο μέγεθος, παρά τη σχετικά ευνοϊκή γεωγραφική της θέση. Συγκεκριμένα, το 2011, ο δείκτης συμμετοχής σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας κατά τον ΟΟΣΑ ήταν 43% στην Ελλάδα, σε σχέση με 63% στην Ουγγαρία, 66% στη Σλοβακία και 50% στην Πορτογαλία.
Οι λόγοι για τη χαμηλή συμμετοχή της Ελλάδας στα παγκόσμια δίκτυα είναι, μεταξύ άλλων: (α) η χαμηλή εξειδίκευση σε βιομηχανικά προϊόντα και προϊόντα μεσαίας ή υψηλής τεχνολογικής έντασης, τα οποία προσφέρονται για την ανάπτυξη εκτενών αλυσίδων αξίας, (β) το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, που δυσχεραίνει την ένταξη σε παγκόσμια δίκτυα λόγω της αδυναμίας να εγγυηθούν σταθερό εφοδιασμό και αμετάβλητο επίπεδο ποιότητας και (γ) τα χαμηλά επίπεδα ξένων άμεσων επενδύσεων, τα οποία σχετίζονται με δομικούς παράγοντες της ελληνικής οικονομίας, όπως είναι η γραφειοκρατία και το ασταθές ρυθμιστικό και φορολογικό πλαίσιο, αλλά και με τη γενικότερη αβεβαιότητα στο μακροοικονομικό περιβάλλον της χώρας.