Τη σημασία της αποτελεσματικής αντιμετώπισης του τεράστιου όγκου των κόκκινων δανείων τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην εξαμηνιαία έκδοση «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος».
Τα προβληματικά δάνεια έχουν σχηματίσει βουνό και όπως σημειώνεται, το α’ τρίμηνο του 2016 ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων σε ατομική βάση αυξήθηκε και διαμορφώθηκε στο 45,1%, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης απομόχλευσης και της αναπροσαρμογής των δανείων σε εύλογη αξία, δεδομένου ότι το συνολικό ποσό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανήλθε στα επίπεδα του 2015.
Αναφορικά με την εξέλιξη του λόγου ανά κατηγορία ανοιγμάτων, ο δείκτης για το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο διαμορφώθηκε στο 55,2%, για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο στο 44,6% ενώ για το στεγαστικό χαρτοφυλάκιο στο 42%.
Η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει ότι στον βαθμό που το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δεν αντιμετωπιστεί με αποφασιστικό τρόπο, μέσω του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας καθώς και περαιτέρω μέτρων εξυγίανσης, η δυνατότητα των τραπεζών να συντηρούν ή και να επεκτείνουν μελλοντικά τις πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία «θα επηρεαστεί σοβαρά, επιδεινώνοντας τις προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη σε μακροπρόθεσμη βάση».
Διατυπώνει μάλιστα την εκτίμηση ότι το πιστοδοτικό κενό (credit gap) για την ελληνική οικονομία ξεπερνά τα 34,5 δισ. ευρώ.
Για να υπολογίσει το συγκεκριμένο ποσό η ΤτΕ ακολουθεί μια στατική προσέγγιση βάσει του υπολογισμού της «διαφοράς του λόγου πιστώσεων προς το ΑΕΠ από τη μακροπρόθεσμη τάση του» (credit-to-GDP gap).
Οι πονοκέφαλοι
Σε ό,τι αφορά στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, τονίζεται η σημαντική βελτίωση μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση αλλά σημειώνεται ότι ο πιστωτικός κίνδυνος δεν αναμένεται να υποχωρήσει σύντομα υπό τις εξής προϋποθέσεις:
(α) οι μακροοικονομικές συνθήκες είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις αναμενόμενες, οπότε στην περίπτωση αυτή οι τράπεζες θα χρειαστεί να προσαρμόσουν περαιτέρω τα επιχειρηματικά τους μοντέλα για να αντιμετωπίσουν τις συνεχιζόμενες υποτονικές οικονομικές συνθήκες καθώς και το περιβάλλον των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων.
(β) η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας δεν αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά στην αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, οπότε θα επηρεαστεί η ικανότητα των τραπεζών να επεκτείνουν τις πιστώσεις τους προς την πραγματική οικονομία.
(γ) η πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από το αναμενόμενο, οπότε τα μέτρα εξυγίανσης δεν θα μπορέσουν να αντισταθμίσουν την περαιτέρω αύξηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ως αποτέλεσμα, το χαρτοφυλάκιο χορηγήσεων των τραπεζών θα επηρεαστεί δυσμενώς, ενώ θα περιοριστεί και η ικανότητα των τραπεζών να καλύπτουν επαρκώς τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα από τις προβλέψεις.
(δ) μια ενδεχόμενη παράταση της ύφεσης στην ελληνική οικονομία επηρεάζει πτωτικά και τις αγορές ακινήτων, όπου σε περίπτωση απώλειας του σταθερού εισοδήματος των νοικοκυριών, δεν θα είναι πλέον σε θέση να εξυπηρετήσουν το χρέος τους στα ενυπόθηκα δάνεια που έχουν λάβει ακόμη και με την πώληση του ακινήτου τους, ενώ από την άλλη πλευρά, θα επηρεαστεί σημαντικά και η δυνατότητα των τραπεζών να ανακτήσουν τα οφειλόμενα ποσά μέσω ρευστοποίησης των ενυπόθηκων εξασφαλίσεών τους.