Η διάταξη για το άσυλο στον νέο νόμο για τα ΑΕΙ δεν θα είχε κάποια ιδιαίτερη αξία (τα δικαιώματα που αναγνωρίζει για την ελευθερία στην έρευνα και διδασκαλία είναι ήδη συνταγματικά κατοχυρωμένα για όλους στο άρθρο 16) αν δεν ακολουθούσε η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του νόμου, η οποία προσφέρει στην ουσία μια ποινική ασυλία.
Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η «επέμβαση της δημόσιας δύναμης σε χώρους των ΑΕΙ επιτρέπεται αυτεπαγγέλτως σε περιπτώσεις κακουργημάτων και εγκλημάτων κατά της ζωής και ύστερα από απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση».
Του Νικόλαου Μπιτζιλέκη*
Το πρώτο ζήτημα που θέτει η ρύθμιση της μη επέμβασης είναι η έκδηλη ασάφεια σχετικά με το ποιοι είναι οι «προστατευόμενοι»χώροι: αυτοί που απλώς ανήκουν σε ΑΕΙ (γραφεία διοίκησης, λέσχες, κυλικεία, πάρκα); Ή οι χώροι όπου ασκείται ακαδημαϊκή έρευνα και διδασκαλία;
Τέτοιοι είναι και τα εκτός ΑΕΙ νοσοκομεία, οι αρχαιολογικοί χώροι, τα φυτώρια και οι βιότοποι, όπου εκπαιδεύονται οι φοιτητές και λαμβάνει χώρα ακαδημαϊκή έρευνα. Ή μήπως διαφορετικού βαθμού προστασία απολαμβάνει η ακαδημαϊκή έρευνα εντός των χώρων των ΑΕΙ από αυτή εκτός;
Προφανής είναι επίσης η δυσκολία το Πρυτανικό Συμβούλιο να πρέπει να ασκήσει οιονεί ποινική εξουσία, διακρίνοντας το είδος των αξιόποινων πράξεων – μια διάκριση που προσδιορίζεται όχι μόνο από τα αντικειμενικά δεδομένα της πράξης αλλά και από τα υποκειμενικά στοιχεία του πράττοντος (δόλος και βαθμός του, αμέλεια). Η εγγενής αυτή δυσκολία οδηγεί αναπόφευκτα σε αδρανοποίηση του αρμόδιου οργάνου.
Ωστόσο, το σημαντικότερο πρόβλημα του ασύλου είναι ότι εισάγει έναν διττό περιορισμό της συνταγματικά αναγνωρισμένης προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στον χώρο των ΑΕΙ. Ο πρώτος περιορισμός συνίσταται στο ότι με το άσυλο η προστασία των ατομικών ελευθεριών στους πανεπιστημιακούς χώρους, κομμάτι της οποίας είναι και η ποινική προστασία, εξαρτάται από τρίτα πρόσωπα.
Με άλλα λόγια, κάποιος που βλέπει να καταστρέφονται ή να αφαιρούνται προσωπικά ή ερευνητικά του αντικείμενα, κάποιος που προπηλακίζεται ή με βία εμποδίζεται να χρησιμοποιήσει το γραφείο ή το εργαστήριό του, να διδάξει ή να διδαχθεί, αποστερείται της άμεσης προστασίας της πολιτείας στα δικαιώματά του αυτά, αφού είναι υποχρεωμένος να ζητήσει για την προστασία τους την άδεια του Πρυτανικού Συμβουλίου.
Η εξάρτηση λοιπόν της παρεχόμενης θεσμικής ποινικής προστασίας από ένα πανεπιστημιακό όργανο που δύσκολα συγκροτείται και ακόμη πιο δύσκολα αποφασίζει, όπως η ιστορική εμπειρία απέδειξε, σχετικοποιεί την απόλυτη προστασία που ρητώς επιφυλάσσει το Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 2), εκτός από τη ζωή, και για την τιμή και την ελευθερία όλων όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια.
Ο περιορισμός αυτός μάλιστα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, ακόμη και αν εθεωρείτο αναγκαίος, με το ότι γίνεται χάριν προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας και έρευνας, καθώς η τελευταία είναι νοητή μόνο με την εγγύηση όλων των λοιπών ατομικών ελευθεριών των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Ο δεύτερος περιορισμός αναφέρεται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση των κρατικών οργάνων να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων.
Οταν στην προστατευτική δράση αυτών των οργάνων παρεμβάλλονται και όργανα, όπως το Πρυτανικό Συμβούλιο, θεσμικά παντελώς αναρμόδια για την ποινική προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών, η εν λόγω διασφάλιση ούτε ανεμπόδιστη ούτε αποτελεσματική μπορεί να θεωρηθεί.
Τέλος, η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να είναι συνάρτηση του χώρου άσκησής τους. Η παραίτηση της εγγύησης προστασίας εκ μέρους της πολιτείας στους χώρους των ΑΕΙ δημιουργεί όχι ένα ελεύθερο, άλλα ένα φοβικό και ελεγχόμενο πανεπιστήμιο.
* Ο κ. Νικόλαος Μπιτζιλέκης είναι καθηγητής Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ.
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ