Η σύντομη αποχώρηση της υπουργού Εργασίας Έφης Αχτσιόγλου από τη χθεσινή τηλεδιάσκεψη με τους θεσμούς και η απόφαση ανασκόπησης των ανοικτών θεμάτων στα εργασιακά σε νέο γύρο επαφών των τεχνικών κλιμακίων δείχνει πως το μέτωπο αυτό δύσκολα θα κλείσει έως το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες η κυβέρνηση δέχεται πιέσεις για την αποδοχή των σκληρών μέτρων που απαιτεί το ΔΝΤ στο εργασιακό, προκειμένου να προχωρήσει η δεύτερη αξιολόγηση και να ανοίξει η συζήτηση για την επανένταξη του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα.
Η πλήρης απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, οι αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο, η διατήρηση του τρόπου με τον οποίο καθορίζεται ο κατώτατος μισθός και το υφιστάμενο καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων αποτελούν τις επαχθείς απαιτήσεις του ΔΝΤ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν κατά τις τελευταίες συναντήσεις, οι θεσμοί και ιδιαιτέρως το ΔΝΤ επιμένουν τόσο για την αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων από 5% σε 10% όσο και για την κατάργηση της προέγκρισης που ισχύει σήμερα για την πραγματοποίηση απολύσεων πέραν του ορίου αυτού.
Συγκεκριμένα προτείνεται η πλήρης απεμπλοκή του κράτους από τη διαδικασία έκδοσης αποφάσεων για ομαδικές απολύσεις καθώς με το ισχύον σύστημα το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας υπό την προεδρία του εκάστοτε γενικού γραμματέα του υπουργείου Εργασίας λαμβάνει την απόφαση έγκρισης των ομαδικών απολύσεων.
Από την πλευρά του το υπουργείο Εργασίας απορρίπτει την αύξηση του ποσοστού των ομαδικών απολύσεων από 5% σε 10% και προτείνει να υπάρχει διαδικασία προέγκρισης των απολύσεων στις περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις υποβάλλουν σχετικό αίτημα.
Το θέμα της έγκρισης – κατ’ ουσίαν – θα κριθεί από την απόφαση που θα εκδώσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις 21 Δεκεμβρίου, το οποίο θα αποφανθεί για την υπόθεση των ομαδικών απολύσεων στην ΑΓΕΤ Ηρακλής.
Η ελληνική πλευρά ζήτησε από τους θεσμούς να αναμένουμε την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου προτού οριστικοποιηθεί το νέο καθεστώς των ομαδικών απολύσεων. Σημειώνεται πως ο εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει εισηγηθεί κατά των αποφάσεων του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας για τις απολύσεις στην ΑΓΕΤ, χαρακτηρίζοντάς τες ως μη συμβατές με την αντίστοιχη κοινοτική οδηγία.
Σε ότι αφορά στη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, οι εκπρόσωποι των δανειστών επιμένουν να αποφασίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση και ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων να είναι συμβουλευτικός. Μάλιστα το ΔΝΤ έχει λάβει δυσμενέστερη θέση υποστηρίζοντας ότι ο κατώτατος μισθός παραμένει υψηλότερος σε σύγκριση με ανταγωνίστριες χώρες της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ η δομή του είναι εξαιρετικά περίπλοκη λόγω τριετιών, επιδομάτων κ.λπ. και θεωρεί πως πρέπει να είναι ένα μοναδιαίο ποσό αναφοράς.
Οι θεσμοί επιμένουν να διατηρηθεί το καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων – έτσι όπως διαμορφώθηκε τα προηγούμενα έτη – το οποίο προβλέπει ότι οι όροι των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων μπορούν να αποκλίνουν από τους όρους των κλαδικών συμβάσεων, ενώ οι κλαδικές συμβάσεις δεν ισχύουν για τα μη μέλη των κλαδικών εργοδοτικών ενώσεων. Στο σημείο αυτό οι θεσμοί απορρίπτουν την ελληνική θέση για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Τέλος, στο θέμα του συνδικαλιστικού νόμου η ελληνική πλευρά απορρίπτει κάθε συζήτηση για επαναφορά του «λοκ άουτ», αλλά προτίθεται να συζητήσει αλλαγές στο θέμα των λεγόμενων «συνδικαλιστικών προνομίων», με διεύρυνση των αιτιών απόλυσης των συνδικαλιστών για σπουδαίο λόγο, κυρίως ποινικού χαρακτήρα.
Ωστόσο, τίθεται και θέμα αλλαγών στο τρόπο λήψης των αποφάσεων για απεργιακή κινητοποίηση. Οι θεσμοί επιμένουν οι αποφάσεις να λαμβάνονται από το 50%+1 των μελών του συνδικάτου. Δηλαδή η κήρυξη απεργίας να προϋποθέτει τη σύγκληση γενικής συνέλευσης και τη συμμετοχή της πλειονότητας των εργαζομένων στη λήψη της απόφασης.
Το εάν οι συζητήσεις μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών για όλα τα παραπάνω καταλήξουν σε χειροπιαστό αποτέλεσμα αναμένεται να φανεί αύριο κατά τη συνεδρίαση του EuroWorking Group. Εάν δεν επιβεβαιωθεί η πρόοδος τότε το κλείσιμο της αξιολόγησης θα μετατεθεί, κάτι που η ελληνική πλευρά απεύχεται.