Διαβάζω αυτά που γράφουν για το «μαξιλάρι ασφαλείας» πολυσπούδαστοι επαΐοντες και πολυμαθείς πολιτικοί—λες και τώρα ανακάλυψαν την λύση σε όλα τα προβλήματα.
Αποταμιεύουμε, δηλαδή, κεφάλαια που τα βάζουμε σ’ έναν ουσιαστικά δεσμευμένο λογαριασμό και τα χρησιμοποιούμε σε περίπτωση ανάγκης. Στην ουσία, πρόκειται για μία παλιά ιδέα, η χρησιμότητα της οποίας έχει ιστορικά αποδειχθεί ιδιαίτερα ανεπαρκής.
Του Αντώνη Κεφαλά
Ο κλασσικός ορισμός/επωνυμία του μαξιλαριού ασφαλείας ήταν «συναλλαγματικά αποθέματα.» Δυστυχώς έχει ιστορικά αποδειχθεί ότι αν μία χώρα αντιμετωπίζει προβλήματα δεν υπάρχει μαξιλάρι ασφαλείας για να την σώσει.
Οι αγορές φροντίζουν να το εξαντλήσουν μέσα σε λίγες μέρες –αν όχι μέσα σε λίγες ώρες—όσο μεγάλο και να είναι.
Για να κατανοήσουμε την οικονομική ανεπάρκεια αλλά και το πολιτικό έλλειμμα πίσω από την έννοια του μαξιλαριού ασφαλείας οφείλουμε να κάνουμε μία σύντομη ιστορικά αναδρομή και επεξήγηση.
Τι δείχνει η ιστορία
Για τα κράτη η «περίπτωση ανάγκης» συνδέεται σε πρώτη φάση με την συναλλαγματική ισοτιμία και την πορεία του ισοζυγίου πληρωμών. Επειδή, όμως, υπάρχει μία αδήριτη σχέση μεταξύ δημοσιονομικού ελλείμματος, ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών (στο ισοζύγιο πληρωμών) και καθαρής εγχώριας ιδιωτικής αποταμίευσης, η περίπτωση ανάγκης συνδέεται άμεσα με το σύνολο της οικονομικής πολιτικής. Είναι τέτοια η μορφή των ροών αποταμίευσης και επενδύσεων στην Ελλάδα που αναπόφευκτα το δημοσιονομικό έλλειμμα δημιουργεί έλλειμμα και στο ισοζύγιο πληρωμών.
Στο παρελθόν, στην Ελλάδα έχουμε συχνά αντιμετωπίσει υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στο ισοζύγιο πληρωμών, με αποτέλεσμα να υφίσταται πίεση η συναλλαγματική αξία της δραχμής. Σε μερικές περιπτώσεις η αυτόνομη εισροή ξένου συναλλάγματος αντιμετώπισε το πρόβλημα – υπήρχαν δηλαδή βραχύχρονα διαθέσιμα για να καλυφθεί το έλλειμμα από τον ιδιωτικό ή τον ημί-επίσημο τομέα.
Σε άλλες περιπτώσεις αυτά δεν επαρκούσαν και το κράτος υποχρεώθηκε να δαπανήσει μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων προκειμένου να αποφύγει πτώση στην συναλλαγματική αξία της δραχμής.
Θυμίζουμε ότι, ακόμη και τόσο πρόσφατα όσο στη δεκαετία του 1990, η αξία της δραχμής σε ξένο νόμισμα (δολάρια, μάρκα, λίρες ECU κλπ.) ήταν σταθερή και τα κράτη είχαν διεθνές καθήκον να στηρίξουν την σταθερότητα αυτή μέσα σε πολύ μικρά επιτρεπόμενα όρια διακύμανσης—θεωρητικά όχι περισσότερο από συν ή πλην 2,5%.
Όταν ένα κράτος, όπως η Ελλάς, δεν μπορούσε να στηρίξει την σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος του, τότε υποχρεωνόταν να ακολουθήσει –κατά κανόνα—τα ακόλουθα βήματα: πρώτον, επίσημη υποτίμηση του νομίσματος.
Δεύτερον προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό (με όρους, δηλαδή μνημόνια) και, τρίτον,αυστηρή νομισματική πολιτική προκειμένου να περιοριστούν οι πληθωριστικές επιπτώσεις της υποτίμησης και να μην αναιρεθούν τα προσδοκόμενα ευνοϊκά αποτελέσματα της. Αυτό συνέβη για παράδειγμα με την υποτίμηση του 1985 κατά 15%.
Τι είχε γίνει, όμως, με το μαξιλάρι ασφάλειας –δηλαδή τα συναλλαγματικά αποθέματα; Πολύ απλά αυτά είχαν περιοριστεί σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και δεν επαρκούσαν. Ένας τρόπος μέτρησης της επάρκειας είναι η σχέση της αξίας των συναλλαγματικών αποθεμάτων προς την αξία των εισαγωγών.
Για παράδειγμα αν τα συναλλαγματικά αποθέματα φτάνανε για να καλύψουν την αξία μόνο 3-4 μηνών εισαγωγών τότε διεθνώς θεωρείτο ότι δεν ήταν επαρκή. Όμοια αν το συνολικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (προσαρμοσμένο με ορισμένες μορφές εισροής και εκροής κεφαλαίων) ξεπερνούσε το 6%-7% του ΑΕΠ, τότε θεωρείτο ότι η χώρα αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα διεθνώς.
Με την ένταξη μας στο ευρώ οι κίνδυνοι αυτοί απομακρύνθηκαν – η δραχμή «χάθηκε» μέσα στο ευρώ και η Ελλάδα απόλαυσε τα πλεονεκτήματα των ισχυρών νομισμάτων που στήριξαν το ευρώ –κυρίως του γερμανικού μάρκου και της πανευρωπαϊκής (γερμανικής) σφιχτής νομισματικής πολιτικής. Σταματήσαμε να ενδιαφερόμαστε για το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και τις αυτόνομες εισροές/εκροές κεφαλαίων γιατί μπορούσαμε να καλύψουμε τα ανοίγματα με δανεισμό –και μάλιστα φτηνό.
Σε άρθρο μου στον Οικονομικό Ταχυδρόμο το 2002 υποστήριξα ότι αυτή η δυνατότητα υπέκρυπτε σοβαρούς κινδύνους για μία οικονομία που θα απέφευγε τις μεταρρυθμίσεις στον παραγωγικό ιστό και θα έκρυβε τις αδυναμίες της με τον δανεισμό.
Η τεράστια διεθνής ρευστότητα της εποχής και η έπαρση των ελληνικών τραπεζικών και κομματικών κύκλων ότι δεν υπήρχαν πλέον περιορισμοί στα κεφάλαια που μπορούσε να αντλήσει η χώρα μας, έθαψαν την προειδοποίηση που με σαφήνεια αναφερόταν στην μελλοντική αδυναμία δανεισμού με αποδεκτά επιτόκια. Επτά χρόνια μετά το άρθρο βρήκε την πλήρη δικαίωση του.
Το επικίνδυνο σήμερα
Η τρέχουσα κυβερνητική λογική είναι απλή: φτιάχνω ένα απόθεμα σε ευρώ και αν αύριο δεν μου δανείζουν οι αγορές (μου δανείζουν δηλαδή με απαγορευτικά για την εξυπηρέτηση του δανείου επιτόκια) τότε χρησιμοποιώ το μαξιλάρι ασφαλείας για να καλύψω τις υποχρεώσεις μου. Η οικονομική και πολιτική λογική πίσω από την ιδέα αυτή είναι επιεικώς ελλειμματική και, λιγότερο επιεικώς, από επικίνδυνη έως ηλίθια.
Καταρχάς, τα ποσά που έχουμε να πληρώσουμε σε τοκοχρεολύσια είναι τεράστια – πλησιάζουν τα 20 δις. για το 2019/20. Κανένα μαξιλάρι ασφαλείας δεν επαρκεί.
Κατά δεύτερο λόγο, ακόμη κι αν τα βολέψουμε τη μία χρονιά τι θα γίνει την επόμενη; Διότι αν η χώρα μας έχει αντιμετωπίσει τέτοιο πρόβλημα αυτό δεν θα εξαφανιστεί από τη μία χρονιά ( που θεωρητικά θα το καλύψουμε) στην άλλη – όπου προφανώς θα εξακολουθήσει να υπάρχει; Και… μαξιλάρι δεν θα υπάρχει.
Τρίτον, όταν (και όχι αν) θα εμφανιστεί αυτό το πρόβλημα τότε αυτόματα η χώρα θα υποχρεωθεί να στραφεί σε εξωτερική βοήθεια: γράφε μνημόνια. Και για να θυμόμαστε, τα τέσσερα σύγχρονα μνημόνια ακολούθησαν στα αχνάρια αυτών που υπογράψαμε το 1983, το 1985, το 1991. Έχουμε ισχυρή παράδοση στον τομέα αυτόν.
Τέταρτον, η ανάδειξη του μαξιλαριού ασφαλείας κατά μία έννοια ως την καταπληκτική ιδέα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που εγγυάται την ανεξαρτησία της χώρας είναι πολιτικά και κοινωνικά επικίνδυνη. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ασφάλειας, ενθαρρύνει στις συντεχνιακές/κομματικές διεκδικήσεις, αναδεικνύει την ελπίδα επιστροφής στα παλιά (που ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη επιχειρεί με διάφορους πλάγιους, φανερούς και όχι τόσο τρόπους) και υπονομεύει τη σταθερότητα/διατηρισιμότητα των έτσι κι αλλιώς ανεπαρκών και ευάλωτων μεταρρυθμίσεων που έχουμε με δυσκολία υλοποιήσει.
Λογικά και αναμενόμενα, σκεπτόμενοι και έμπειροι άνθρωποι όπως ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέσλινγκ, σχεδόν δεν αποδίδουν σημασία στο μαξιλάρι ασφαλείας και υποστηρίζουν την προληπτική γραμμή πίστωσης. Στην ουσία η σύγκρουση Ντράγκι- Τσακαλώτου αυτό ακριβώς αφορά.
Η διαφορά είναι σημαντική. Όταν ξεσπάσει η κρίση το μαξιλάρι ασφαλείας θα εξαντληθεί πάραυτα και η χώρα θα τρέχει πανικόβλητη εν μέσω κρίσης να λύσει το πρόβλημα. Θα έχουμε επανάληψη, ως ένα σημαντικό βαθμό, του καλοκαιριού του 2015. Κι ας σημειωθεί ότι η Ε.Ε. δεν θα ανεχθεί νέα ελληνική κρίση. Με την προληπτική γραμμή πίστωσης οι μηχανισμοί είναι έτοιμοι και ex ante και ex post.
Είναι εκεί, δηλαδή, και για να προλάβουν την ανοιχτή εκδήλωση της κρίσης – διότι τότε αυτή αυτόματα αναβαθμίζεται όπως ένας τυφώνας—αλλά και να την αντιμετωπίσουν πάραυτα όταν ξεσπάσει– διότι είναι έτοιμοι για τα χειρότερα.
Η χώρα έχει απόλυτη ανάγκη της προληπτικής γραμμής πίστωσης. Αν αυτή δεν εξυπηρετεί τις κομματικές σκοπιμότητες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι δικό τους πρόβλημα. Η Ε.Ε. θα προσφέρει τεράστιο μειονέκτημα στη χώρα και στους πολίτες της αν δεν εμείνει στην υιοθέτηση της. Τα περί μαξιλαριού ασφαλείας είναι για τους αφελείς.