Πράσινο φως για εφόδους σε σπίτια φοροφυγάδων ακόμα και αν στηρίζονται σε παράνομα αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν ως προϊόντα εγκλήματος (κλοπής, όπως π.χ οι λιστες φοροδιαφυγής Λαγκαρντ κλπ) δίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ενός ζευγαριού Γερμανών πολιτών, καθώς έκρινε ότι η «έφοδος» που έγινε στο σπίτι του με ένταλμα για έρευνα, είναι νόμιμη, παρότι εξεδόθη με βάση στοιχεία που είχαν «ληφθεί» παράνομα από πρώην υπάλληλο τράπεζας στο Λιχτενστάιν.
Το σκεπτικό αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό γιατί το θέμα των παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών στοιχείων έχει απασχολήσει και την ελληνική έννομη τάξη μετά την τροπολογία Παπαγγελόπουλου που πέρασε προ μηνών, ανάβοντας το πράσινο φως για τη χρησιμοποίησή τους, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων από νομικούς.
Στην τροπολογία προβλέπονται τρεις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνει χρήση του επίμαχου υλικού είτε για την παραπομπή είτε για τη δίκη:
Η βλάβη που προκαλείται με την κτήση είναι σημαντικά κατώτερη από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη.
Η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη.
Η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία.
Η επίμαχη υπόθεση απασχολεί τα γερμανικά δικαστήρια από το 2008, με αφορμή τη δικαστική διαμάχη του ζεύγους, όταν οι μυστικές υπηρεσίες αγόρασαν δεδομένα από έναν υπάλληλο τράπεζας του Λιχτενστάιν. Τα στοιχεία περιείχαν πληροφορίες για 800 καταθέτες.
Με παραγγελία του εισαγγελέα έγινε έφοδος στο σπίτι του ζευγαριού μετά από ενδείξεις φοροαποφυγής την περίοδο 2002-2006. Το ύψος της φοροδιαφυγής για τις γερμανικές Αρχές ξεπερνούσε τα 50.000.000 ευρώ και γι' αυτόν τον λόγο η έρευνα στην κατοικία των Γερμανών πολιτών ήταν αναγκαία. Οι διωκτικές Αρχές κατάσχεσαν από το σπίτι των υπόπτων έναν φάκελο που «έδειχνε» τη σχέση του ζευγαριού με την τράπεζα του Λιχτενστάιν και 5 αρχεία από προσωπικό υπολογιστή.
Οι δύο Γερμανοί πολίτες κίνησαν αμέσως τη δικαστική διαδικασία υποστηρίζοντας ότι η έφοδος των αρχών προσκρούει στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), αλλά και στο γεγονός ότι το ένταλμα της έρευνας στηρίχθηκε σε υποκλαπέντα, μη νόμιμα στοιχεία, δηλαδή σε στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά παράβαση του γερμανικού αλλά και του διεθνούς δικαίου. Μάλιστα, υποστήριζαν ότι οι μυστικές υπηρεσίες δεν έχουν καμία αρμοδιότητα να αγοράζουν τέτοια δεδομένα, ούτε να τα προωθούν στις οικονομικές αρχές.
Τον Απρίλιο του 2009, το τοπικό δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του ζευγαριού, κρίνοντας ότι το ένταλμα ήταν νόμιμο, καθώς δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι οι μυστικές υπηρεσίες «έβαλαν» έναν τρίτο να υποκλέψει τα στοιχεία, αλλά αυτά... ήρθαν από ένα πρόσωπο που απλώς τα προσέφερε!
Η υπόθεση έφτασε μέχρι το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο επίσης απέρριψε την προσφυγή των Γερμανών.
Επόμενη κίνηση για το ζευγάρι ήταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο με την απόφασή του έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Παράλληλα, το δικαστήριο απεφάνθη ότι η έρευνα έλαβε χώρα με βάση την αρχή της αναλογικότητας καθώς:
-Η φοροδιαφυγή είναι ένα πολύ σοβαρό αδίκημα.
-Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι γερμανικές αρχές παραβιάζουν συστηματικά τους κανόνες του διεθνούς και του εθνικού δικαίου προκειμένου να αποκτήσουν πληροφορίες για τη δίωξη των φορολογικών εγκλημάτων.
-Το ένταλμα ήταν σαφές και λεπτομερές ως προς το αδίκημα και τα αποδεικτικά στοιχεία που αναζητούσε, και κυρίως γιατί η γερμανική νομοθεσία και νομολογία παρέχει επαρκείς εγγυήσεις για τη μη καταχρηστική διεξαγωγή των ερευνών από τις Αρχές.