Είναι κοινός τόπος πως οι επενδύσεις, αποτελούν μοχλό και απόδειξη ανάπτυξης.
Δημιουργούν θέσεις εργασίας, παράγουν πλούτο, ενισχύουν την τοπική και την εθνική οικονομία, διαμορφώνουν τεχνογνωσία, σωρεύουν εμπειρία, αποτελούν θετικό προηγούμενο και επιβεβαίωση θεσμικής επάρκειας, είναι εκ των πραγμάτων κίνητρο για ανταγωνισμό και πρόσθετες επενδύσεις.
Του Ειδικού Συνεργάτη
Ταυτόχρονα είναι αποδεκτό από κάθε αντικειμενικό παρατηρητή και μέσο γνώστη των πραγμάτων, ότι καμία επένδυση δε δικαιολογείται άνευ ετέρου στο μέτρο που επιφέρει ζημία και υποβάθμιση στο οικιστικό τοπίο και σχεδιασμό, στο περιβάλλον, στην πολιτιστική κληρονομιά, στην υγεία και στον υγιή και αποδοτικό ανταγωνισμό. Απαιτείται στάθμιση, με όρους ψυχραιμίας και λογικής και αποτίμησης σε μέσο και απώτερο χρόνο.
Στην περίπτωση της Κίνας, γινόμαστε μάρτυρες μια μεθοδικής, συστηματικής και σε βάθος χρόνου ‘οικονομικής διείσδυσης’ της πανίσχυρης αυτής χώρας, που διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια οικονομία.
Που παρουσιάζει ωστόσο ‘δομικές ατέλειες’ και προσιδιάζει το μοντέλο ανάπτυξής της, στην πρακτική του Ζήκου το δικά μου -δικά μου, τα δικά σου -δικά μας (σε μια ήπια μάλιστα εκδοχή). Έτσι ενώ κατά τα άλλα υιοθετεί ως πρότυπο ανάπτυξης τη μεγιστοποίηση των κερδών από την αξιοποίηση του κεφαλαίου, υπάγει τη μεθοδολογία αυτή στον κεντρικό πολιτικό έλεγχο και την αντίστοιχη άμεση ή έμμεση διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Ζητά κατά τούτο να ενταχθεί σε όλους τους μηχανισμούς και τους θεσμούς του Παγκόσμιου Εμπορίου, αναδεικνύοντας μέσα από μια στρεβλή ανάγνωση ως κριτήριο νομιμοποίησής της, την αποδοχή της λειτουργίας του κεφαλαίου, χωρίς τους ενοχλητικούς ‘συμπληρωματικούς θεσμούς’ των ισορροπιών και των ελέγχων (Checks and Balances).
Κατά τούτο δε δείχνει να ενδιαφέρεται ιδιαιτέρα για τη λειτουργία του Κράτους Δικαίου (ας αποπειραθεί κανείς να ζητήσει το δίκιο του από επένδυση ή συναλλαγή στα Κινεζικά δικαστήρια), ‘εκβιάζει’ τη μεταφορά τεχνογνωσίας, ως όρο για τη δραστηριοποίηση κάθε ξένου στην αγορά της, δεν αναγνωρίζει συνθήκες αμοιβαιότητας ως προς τους όρους εμπορίας ξένων επιχειρήσεων στο εσωτερικό της και επιδίδεται στην ανεξέλεγκτη ‘στήριξη’ με επιδοτήσεις και διευκολύνσεις των κρατικών της επιχειρήσεων, ανατρέποντας και καταργώντας κάθε έννοια υγιούς και αποδοτικού ανταγωνισμού.
Οι ΗΠΑ φαίνεται να αντιδρούν πλέον σθεναρά στις Κινεζικές εμπορικές πρακτικές για τους δικούς τους βέβαια λόγους. Αλλά και στην Ευρώπη υπάρχει προβληματισμός και αναθεώρηση πρακτικών.
Αναμφισβήτητα υπήρχε εποχή που τα μεγάλη ιδίως κράτη μέλη συνεπαρμένα από την προοπτική της αχανούς Κινεζικής αγοράς, προβαίναν σε διευθετήσεις, που παρέβλεπαν τις Κινεζικές παρασπονδίες.
Η πρακτική αυτή ωστόσο αποδείχτηκε ατελέσφορη. Και ο λογαριασμός ήρθε πικρός. Σε σημείο μάλιστα να υπάρχει ο κίνδυνος απώλειας της βαριάς τους βιομηχανίας από τη στοχευμένη Κινεζική διείσδυση.
Ο Μακρόν καλεί σε υιοθέτηση μέτρων προστατευτισμού και αμοιβαιότητας έναντι της Κίνας, η Ένωση Γερμανικών Βιομηχανιών κάνει λόγο για στρατηγικό πλέον (Κινεζικό) αντίπαλο, ενώ και στην Ευρωπαική Επιτροπή κυκλοφόρησε ανυπόγραφο εγχειρίδιο-δέσμη ιδεών 173 σελίδων που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου.
Όψιμη βέβαια αντίδραση, καθώς εδώ και χρόνια μέσα από το ‘στέγνωμα’ των Νότιων Οικονομιών, δόθηκε η ευκαιρία άμεσης Οικονομικής Διείσδυσης της Κίνας τόσο στη Νότια Ευρώπη, όσο και στα Δυτικά Βαλκάνια, μέσα από διάφορα ‘επενδυτικά’ σχέδια, με αναφορά στη Σαγκάη και στο Φαραωνικό ‘One Belt One Road’.
Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση. Μόνη ουσιαστικά άμεση επένδυση είναι αυτή της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά.
Εύλογα πολλά είναι τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί ως προς την ακριβή καταγραφή και φορολόγηση των εισαγόμενων εμπορευμάτων.
Στο τέλος της ημέρας με γεωμετρική πλέον πρόοδο θα συνεχιστεί αυτό που ξεκίνησε εδώ και δεκαετίες, ο κατακλυσμός δηλαδή της αγοράς από φτηνά Κινεζικά προιόντα, που δεν ανταγωνίζονται με όρους ισότητας τους Έλληνες μικρέμπορους και μέσους επιχειρηματίες.
Μια επιβεβαίωση άλωσης του λιανεμπορίου και εξαφάνισης της ραχοκοκαλιάς της Ελληνικής εμπορίας και οικονομίας. Σε έναν πρώτο απολογισμό δυσθεώρητα αρνητικά τα αποτελέσματα για την οικονομία και την κοινωνική συνοχή. Σε όρους εκτίμησης, δημιουργούνται συνθήκες εξάρτησης και εκμετάλλευσης του καταναλωτικού κοινού.
Κατά την οικονομική θεώρηση του δικαίου, έχουμε μια ανάλογη εφαρμογή του dumping, της πρακτικής δηλαδή με την οποία κατακλύζεται η αγορά με προιόντα που πωλούνται σε τιμές κάτω του κόστους. Εξαφανίζεται κάθε ανταγωνισμός και δημιουργούνται μονοπώλια. Οι αναγωγές στη σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα είναι εφιαλτικές.
Τα Κινεζικά κεφάλαια είναι σε κάθε περίπτωση ευπρόσδεκτα. Με όρους ρεαλισμού ωστόσο και αποδοχής της αρχής ότι η ωφέλεια δεν μπορεί να είναι μονομερής. Χρειάζεται να γίνουν επενδύσεις που θα επιστρέψουν τα οφέλη στην τοπική οικονομία και θα στηρίξουν την πρόοδο της.
Δε νοείται επένδυση που κουρσεύει την τοπική αγορά. Το ενδεχόμενο αδειοδότησης της Bank of China, λογικό είναι να προβληματίζει και να θεωρείται ότι θα ‘σκουπίσει’ και αυτά τα ελάχιστα ψιχία, που η Κινεζική εμπορική δραστηριότητα άφηνε στη χώρα. Χρειάζεται να οικοδομηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης.
Ο Δυτικός κόσμος αφιέρωσε δεκαετίες για τον σκοπό αυτό. Μέχρι τότε απαραίτητη είναι η εγρήγορση των αρχών. Για να μοιραστούμε το ‘τυρί’ χωρίς τη φάκα.