Το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Μελετών, στο Διοικητικό Συμβούλιο του οποίου συμμετέχω στα πλαίσια της κοινωνικής μου προσφοράς, έβγαλε μια ανακοίνωση-τοποθέτηση σε σχέση με τα φορολογικά μέτρα που ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό στη ΔΕΘ.
Ο στόχος μας ήταν τριπλός. Ο πρώτος ήταν να επιβεβαιώσουμε την υλοποίηση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει προεκλογικά η κυβέρνηση.
Του Γεώργιου Κ. Μπήτρου*
Για μας στο Ινστιτούτο έχει πολύ μεγάλη σημασία οι κυβερνήσεις της χώρας να πορεύονται με συνέπεια στα προεκλογικά τους προγράμματα και να μην παραπλανούν τους πολίτες.
Γι’ αυτό, δεν μας έλειψαν λέξεις προκειμένου να εκφράσουμε την ιδιαίτερη ικανοποίησή μας και να ενθαρρύνουμε την κυβέρνηση να μείνει αταλάντευτη στην ίδια πορεία.
Ο δεύτερος στόχος ήταν να θεμελιώσουμε με απλά αριθμητικά δεδομένα ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις που αποφασίστηκαν ανακουφίζουν όλες τις κοινωνικές τάξεις, αλλά ιδιαίτερα τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα που υπέφεραν πολύ κατά την δεκαετία της οικονομικής κρίσης.
Για μας στο Ινστιτούτο δεν έχει σημασία μόνο η φορολογική επιβάρυνση να είναι μέτρια και το δημόσιο να ανταποδίδει ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες, αλλά παράλληλα επιμένουμε όλοι οι Έλληνες να συνεισφέρουν στην άμεση φορολογία ανάλογα με τις δυνατότητες τους.
Τέλος, ο τρίτος στόχος ήταν να επιστήσουμε την προσοχή στην κυβέρνηση και στους πολίτες να μην παρασυρθούμε από την πρόσκαιρη ευφορία που δημιουργούν οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης στη φορολογία, γιατί πολλές θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις που οι Ελληνικές κυβερνήσεις συμφώνησαν να υλοποιήσουν τα χρόνια της κρίσης εκκρεμούν, με αποτέλεσμα το οικονομικό πρότυπο της χώρας να συνεχίζει να παραμένει εξαιρετικά προβληματικό καθώς βάζει την προτεραιότητα στην κατανάλωση και όχι στην παραγωγή.
Στην ανακοίνωση ήταν φυσιολογικό η έμφαση να τεθεί στις φορολογικές εκκρεμότητες. Το Iνστιτούτο δεν κάνει πολιτική και οι τεχνοκράτες στο διοικητικό συμβούλιο είμαστε αυστηρά προσηλωμένοι στο συμφέρον της χώρας.
Συνεπώς, δεν κρύψαμε ότι η αναβολή της μείωσης του αφορολόγητου δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Και τούτο για τρεις λόγους.
Πρώτον, γιατί περίπου τα 7/10 των πολιτών εξαιρούνται από την άμεση φορολογία.
Δεύτερον, γιατί η φορολογική κλίμακα είναι εξαιρετικά προοδευτική και δημιουργεί αντικίνητρα στους παραγωγικούς Έλληνες στους οποίους προσβλέπουμε να βγάλουν τη χώρα από το παραγωγικό και ανταγωνιστικό αδιέξοδο.
Και, τέλος, τρίτον, γιατί η απαλλαγή ουσιαστικά των περισσότερων φορολογουμένων από την πληρωμή φόρου εισοδήματος έχει οδηγήσει σε άμβλυνση της φορολογικής συνείδησης των πολιτών, με όλες τις συνέπειες που αυτή η εξέλιξη συνεπάγεται για την κοινωνική συνοχή και την ανάληψη προσωπικής ευθύνης από τους πολίτες για τα κοινά.
Συνεπώς, για το Ινστιτούτο εξακολουθεί να παραμένει ανοικτό το θέμα της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και επ’ αυτού δεν θα κουραστούμε να επανερχόμαστε γιατί οι συνέπειες της στρεβλής διάθρωσης του φορολογικού συστήματος καθυστερούν τις επιθυμητές εξελίξεις στους τομείς των επενδύσεων και της παραγωγικότητας.
Σε μένα προσωπικά είναι ακόμη προφανές ότι οι φορολογικές ελαφρύνσεις θα αυξήσουν το κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα και μέσω της αύξησης της κατανάλωσης θα ενισχύσουν την ανάπτυξη.
Περαιτέρω, αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τη μείωση του χωρικού κινδύνου και του κόστους του κεφαλαίου, λόγω της βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος, είναι λογικό να περιμένουμε ότι θα επιταχύνουν τις παραγωγικές επενδύσεις και συνεπώς τους ρυθμούς ανάπτυξης τα προσεχή χρόνια.
Αλλά επειδή οι θεμελιακές διαρθρωτικές αλλαγές στο παραγωγικό πρότυπο της χώρας εκκρεμούν, αδυνατώ να πιστέψω στην επιτυχία ρυθμών ανάπτυξης κοντά στο 4%, ακόμη και εάν οι επενδύσεις επιστρέψουν στο επίπεδο που ήταν το 2008 (το 2018 ήταν περίπου στο 1/3).
Γι’ αυτό, αν δεν αλλάξει τίποτε βελτιωτικά, π.χ. μονομερής και χαριστική μείωση του δημόσιου χρέους εκ μέρους των Ευρωπαίων εταίρων μας, και βέβαια χωρίς να προκύψει μια βαθιά διεθνής ύφεση, συνιστώ να μην δημιουργούνται προσδοκίες οι οποίες αργότερα θα μας απογοητεύσουν και είναι πιθανόν να αποσταθεροποιήσουν τη δημοκρατία μας.
Δυστυχώς, οι μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν στη διάρθρωση της δημόσιας διοίκησης, των δημόσιων επιχειρήσεων, των τραπεζών, των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, κλπ., δεν έγιναν, ώστε δεν πρέπει να κοροϊδευόμαστε ότι όλα βαίνουν καλά.
*Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Bitros@aueb.gr