Ο ισλαμιστής «σουλτάνος» έχει μεγάλη εξάρτηση από αμερικανικά επιχειρηματικά συμφέροντα, ιδιαίτερα στον τομέα των ακινήτων –πεδίον δράσης του Αμερικανού προέδρου…
«Η τουρκική οικονομία είναι μία ωρολογιακή βόμβα και θα μπορούσε να γίνει η αφετηρία μίας νέας διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Υπό αυτή την έννοια, αποτελεί και “μυστικό” όπλο του Ντόναλντ Τραμπ κατά του Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και κατά της Ευρώπης».
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Αυτά μάς δήλωσε ο Γάλλος χρηματιστής και συγγραφέας Φιλίπ Γκαβ, που θεωρεί ότι στο G20 η τουρκική οικονομία είναι «γίγαντας με πήλινα πόδια». Προσθέτει δε ότι «ο ισλαμιστής πρόεδρος της χώρας, για να δείξει γενναιόδωρος και για να καλύψει τον αυταρχισμό του έναντι της κοινωνίας των πολιτών, ενισχύει την κατανάλωση στην τουρκική οικονομία, πάνω όμως σε σαθρές παραγωγικές βάσεις και ερήμην στοιχειωδών αρχών βιώσιμης οικονομικής στρατηγικής. Το αποτέλεσμα της τακτικής αυτής είναι η υπερχρέωση της χώρας, τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο. Υπερχρέωση, ωστόσο, που σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από το δολλάριο –εξάρτηση που από μόνη της λέει πολλά».
Κατά τον ευρωπαϊστή Τούρκο συνάδελφο Ντόγκαν Τ., η εξάρτηση αυτή είναι και ένας από τους λόγους που ο Ταγίπ Ερντογάν έτεινε χείρα φιλίας στην Ρωσία και στο Ιράν, με την ελπίδα ότι, πέρα από το Κουρδικό, θα μπορέσει να αντιμετωπίσει και σοβαρά οικονομικο-ενεργειακά προβλήματα. «Αυτά που λέω», τονίζει, «δεν τα κατεβάζω από το κεφάλι μου. Είναι σαφέστατες προειδοποιήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με το οποίο ο Ερντογάν δεν τα πάει καθόλου καλά».
Όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία, ο λόγος είναι απλός. Από τον περασμένο Φεβρουάριο το ΔΝΤ έχει προειδοποιήσει ότι η τουρκική οικονομία παρουσιάζει σημάδια υπερθέρμανσης, με αποτέλεσμα το έλλειμμα των εξωτερικών της συναλλαγών να είναι το υψηλότερο μεταξύ των χωρών του G20. Συνεπώς, είναι ηλίου φαεινότερον ότι η τουρκική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία ξένων επενδυτών να χρηματοδοτούν την χώρα και κυρίως τις εταιρείες της. Πολλές όμως από αυτές, κυρίως στον κατασκευαστικό κλάδο, είναι υπερχρεωμένες και ελάχιστη εμπιστοσύνη προσφέρουν σήμερα στους επενδυτές. Ιδιαιτέρως δε στα αμερικανικά επενδυτικά ταμεία που έχουν τοποθετήσει κεφάλαια σε αυτές.
Σύμφωνα με το Bloomberg, το χρέος των τουρκικών εταιρειών σε ξένο νόμισμα έχει διπλασιαστεί από το 2009 και μετά και πλέον ανέρχεται στο 40% του ΑΕΠ. Σε αυτό το διάστημα η τουρκική λίρα έχει χάσει περισσότερη από την μισή της αξία έναντι του ευρώ και του δολλαρίου, γεγονός που σημαίνει ότι έχει αυξηθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σε αυτά τα νομίσματα. Ας σημειωθεί επίσης ότι στα τέλη τού 2017 το χρέος σε ξένο νόμισμα που έχουν αναλάβει τουρκικές εταιρείες αυξήθηκε στο επίπεδο ρεκόρ των 325 δισεκατομμυρίων δολλαρίων.
Το πόσο μεγάλη είναι η επιβάρυνση για τις τουρκικές εταιρείες φαίνεται από την περίπτωση της Yildiz Holding, που ανακοίνωσε δάνεια ονομαστικού ύψους 7 δισεκατομμυρίων δολλαρίων, με πολλούς αναλυτές να υποστηρίζουν ότι, αν επιτευχθεί η συμφωνία, είναι πιθανό να ανοίξει ο δρόμος και για άλλες παρόμοιες. Ο Φίνιξ Κάλεν, αναλυτής αναδυομένων αγορών στην Societe Generale στο Λονδίνο, δήλωσε στο Bloomberg πως είναι πιθανόν «η κερδοφορία των τουρκικών εταιρειών να δεχθεί και άλλη πίεση, καθώς συνεχίζεται η υποτίμηση της τουρκικής λίρας».
Ο Τούρκος αναπληρωτής πρωθυπουργός Μεχμέτ Σιμσέκ υποστηρίζει ότι η υποτίμηση της τουρκικής λίρας καθιστά ανταγωνιστικότερες τις εξαγωγές της. Αλλά αυτή δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια. Μπορεί οι τουρκικές εξαγωγές να αυξήθηκαν με ρυθμό 9,3% το 2017, αλλά οι εισαγωγές αυξήθηκαν με ρυθμό 22,7%. Ως συνέπεια, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας διαμορφώθηκε στο 5,2% το 2017 και προβλέπεται να αυξηθεί στο 5,3% το 2018, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
Στην τελευταία του έκθεση (Φεβρουάριος) για την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, το ΔΝΤ προειδοποιεί πως το έλλειμμα αυτό καθιστά την Τουρκία ολοένα και πιο ευάλωτη, καθώς η αμερικανική Fed αυξάνει σταθερά τα επιτόκια δανεισμού ενώ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, στις απειλές που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία περιλαμβάνονται οι μεγάλες ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης, τα περιορισμένα συναλλαγματικά αποθέματα, η όλο και αυξανόμενη εξάρτηση από βραχυπρόθεσμες κεφαλαιακές ροές και η έκθεση των εταιρειών στο συναλλαγματικό ρίσκο.
Αυτό όμως που δεν λέει το ΔΝΤ είναι το μέγεθος της μικροοικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει η χώρα, στην οποία το 2017 οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων αυξήθηκαν 120% σε σύγκριση με τις αντίστοιχες το 2016. Ακόμα, έτοιμη να σκάσει είναι και η χρηματιστηριακή φούσκα στην Τουρκία, ως αποτέλεσμα της φυγής κεφαλαίων και της ανόδου των επιτοκίων.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Ντόναλντ Τραμπ απειλεί τον Ερντογάν ότι οι φιλίες με το Ιράν συνεπάγονται πρόστιμα πολλών δισεκατομμυρίων δολλαρίων για τις τράπεζές του, για μη σεβασμό των κυρώσεων που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στο Ιράν για μη επιτρεπόμενες εμπορικές πράξεις. Ήδη, ένας Τούρκος τραπεζίτης κρίθηκε ένοχος από δικαστήριο της Νέας Υόρκης και έπεται συνέχεια.
Ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Τουρκία είναι η μη ανεξαρτησία –ή, τουλάχιστον, η περιορισμένη ανεξαρτησία– της Κεντρικής της Τράπεζας, η οποία δέχεται τακτικά βολές από τον Ερντογάν για να μειώσει τα επιτόκια δανεισμού. Στις αρχές Φεβρουαρίου είχε σημειωθεί ένα ακόμα τέτοιο επεισόδιο, όταν ο Ερντογάν είχε συναντήσει τον κεντρικό τραπεζίτη Μουράτ Τσετίνκαγια για να συζητήσουν «την μείωση των επιτοκίων δανεισμού και την ενθάρρυνση επενδύσεων», όπως είχε δηλώσει ο προεδρικός σύμβουλος Τσεμίλ Ερντέμ. Παρόλα αυτά, ο Τσετίνκαγια αύξησε τα επιτόκια κατά σχεδόν 5% το 2017, αναβάλλοντας σοβαρά προβλήματα της τουρκικής οικονομίας με τις αγορές.
Τα ερωτήματα που πλανώνται είναι, αφ’ ενός, πόσο καιρό ακόμα θα αντιστέκεται η Κεντρική Τράπεζα στον αυταρχισμό του νέου «σουλτάνου» και, αφ’ ετέρου, σε ποιον βαθμό θα αποδώσουν οι ακροβασίες του τελευταίου με Ρώσους και Ιρανούς. Ερωτήματα που είναι εξ ίσου πολύ σοβαρά για Ελλάδα και Κύπρο, καθ’ όσον ο Ταγίπ Ερντογάν θέλει ενεργειακούς πόρους –αλλά τού αρέσουν και κάποια νησάκια του Αιγαίου…