Το σημαντικότερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι σήμερα το τεράστιο επενδυτικό κενό. Το γεγονός δηλαδή ότι παραλάβαμε μια οικονομία που έχει τις χαμηλότερες επενδύσεις στην Ευρώπη.
Επί χρόνια οι συνολικές επενδύσεις στην Ελλάδα είναι μικρότερες από τις αποσβέσεις, με αποτέλεσμα η χώρα κάθε χρόνο να αποεπενδύει, υπονομεύοντας έτσι την ανάπτυξη, την απασχόληση και τα εισοδήματα.
Tου Θόδωρου Σκυλακάκη*
Θα περίμενε κανείς ότι το τέλος της ύφεσης θα έφερνε- όπως σε όλες τις χώρες που βίωσαν μεγάλες οικονομικές κρίσεις- μια αποφασιστική επενδυτική ανάκαμψη. Αυτό δυστυχώς δεν συνέβη. Το 2017 και το 2018, με την οικονομία να σημειώνει χαμηλούς έστω ρυθμούς ανάπτυξης, οι επενδύσεις παρέμειναν κολλημένες.
Ο βασικός λόγος για τον οποίο συνέβη αυτό ήταν ασφαλώς η υπερφορολόγηση και η αλλεργία που είχε η προηγούμενη κυβέρνηση σε ό, τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα γενικά και την επιχειρηματικότητα ειδικότερα.
Δεν ήταν όμως ο μόνος. Σημαντικό ρόλο στην καταστροφική πολιτική της αποεπένδυσης διαδραμάτισε το 2017 και το 2018 η τεράστια μείωση του προγράμματος δημοσίων σχέσεων. Όχι σε ό, τι αφορά τους προϋπολογισμούς- που φαινόταν απλώς μια στασιμότητα- αλλά στην πραγματική εκτέλεση.
Το γεγονός αυτό στην πραγματική του έκταση δεν ήταν ευρύτερα γνωστό γιατί απλούστατα η προηγούμενη κυβέρνηση το απέκρυπτε από τη Βουλή και τους πολίτες. Το μάθαιναν μόνο όταν εξέταζαν τα στοιχεία της Γενικής Κυβέρνησης οι τεχνοκράτες- προπαντός της ΕΛΣΤΑΤ και των θεσμών. Και οι τελευταίοι το επισήμαιναν ευγενικά στις εκθέσεις τους μιλώντας για την έκταση της υποεκτέλεσης του ΠΔΕ.
Πώς συνέβαινε αυτό; Στο τέλος του έτους μεταφέρονταν πόροι του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων από την κεντρική κυβέρνηση σε νομικά πρόσωπα της Γενικής Κυβέρνησης (π.χ. Αττικό Μετρό, το τέως ΕΤΕΑΝ, κ.λπ.), χωρίς στην πραγματικότητα να πραγματοποιείται εντός του έτους αναφοράς καμία πραγματική επενδυτική δαπάνη.
Το 2018, για παράδειγμα, ενώ όλες οι πραγματικές επενδυτικές δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης (που μέτρησαν και στο τελικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα), με βάση τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου ήταν 4.972 εκατ. ευρώ με «παρκάρισμα πόρων», το ΠΔΕ εμφάνισε υποτίθεται επενδύσεις 6.237 εκατ. ευρώ, με προϋπολογισμό επενδύσεων- για ολόκληρη τ η Γενική Κυβέρνηση τη χρονιά εκείνη 7.320 εκατ. ευρώ. Το 2017 τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Με προϋπολογισμό για ολόκληρη τη Γενική Κυβέρνηση 7.267 εκατ. ευρώ (στοιχεία Γενικού Λογιστηρίου), οι πραγματικές επενδυτικές δαπάνες που έγιναν από ολόκληρο το κράτος έφτασαν τα 4.390 εκατ. ευρώ!
Τι έγιναν τα χρήματα που περίσσεψαν; Ως δημοσιονομικός χώρος μετά το τέλος κάθε χρονιάς μπορούσαν μόνο να χρησιμοποιηθούν για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Κατέληξαν λοιπόν στο περίφημο μαξιλάρι και αντί για να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις, θέσεις εργασίας και ανάπτυξη, μπορούν μόνο να χρησιμοποιηθούν για να πληρωθεί το χρέος στους δανειστές μας. Μόνη σημαντική εξαίρεση είναι οι market based αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου με συμμετοχή του Δημοσίου, που όμως δεν έχουν γίνει ως σήμερα και σχεδιάζουμε να προχωρήσουν στο άμεσο μέλλον.
Είναι καιρός ο εμπαιγμός αυτός να σταματήσει. Το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων είναι κλειδί για την ανάπτυξη της χώρας και η ελάχιστη υποχρέωση που έχουμε είναι να παρουσιάζουμε με ειλικρίνεια τι επενδύσεις πράγματι γίνονται. Να μετράμε σωστά και να βελτιωνόμαστε συνεχώς. Αυτό είναι το δικό μας στοίχημα. Ειλικρίνεια και αποτέλεσμα.
*Yφυπουργός Δημοσιονομικής Πολιτικής