Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε σήμερα, Πέμπτη, ένα εκτελεστικό διάταγμα για τον περιορισμό της προστασίας των εταιρειών μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ευελιξίας που απολαμβάνουν στην εποπτεία του περιεχομένου τους.
«Είμαστε εδώ για να υπερασπιστούμε την ελευθερία της έκφρασης απέναντι σε έναν από τους χειρότερους κινδύνους» δήλωσε ο Τραμπ από το Οβάλ Γραφείο, όταν υπέγραψε το διάταγμα, που αναμένεται να αποτελέσει σημείο εκκίνησης μιας μακράς νομικής διαμάχης.
Ο ένοικος του Λευκού Οίκου κατηγόρησε ειδικότερα το Twitter ότι ενήργησε υπό την επιρροή «άποψης» και ότι δεν συμπεριφέρθηκε ως μια «ουδέτερη πλατφόρμα»... Δεν μπορούμε να το αφήσουμε να συνεχιστεί, είναι πολύ άδικο, είπε, αναφέρει το protothema.
Παράλληλα, σημείωσε ότι έδωσε εντολή στον υπουργό Δικαιοσύνης, Ουίλιαμ Μπαρ, να συνεργαστεί με Πολιτείες για την επιβολή των δικών τους νομοθεσιών ενάντια σε αυτό που χαρακτήρισε ως παραπλανητικές επιχειρηματικές πρακτικές από εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Ο Τραμπ είχε απειλήσει να κλείσει τους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης, τους οποίους κατηγόρησε ότι «φιμώνουν» τις συντηρητικές φωνές, έπειτα από διαμάχη που είχε με το Twitter. Οι υπεύθυνοι του ιστότοπου επισήμαναν ως «παραπλανητικές» δύο αναρτήσεις του Αμερικανού προέδρου και ζήτησαν από τους χρήστες να ελέγξουν την εγκυρότητα των ισχυρισμών του.
«Είχαν ανεξέλεγκτη δύναμη να λογοκρίνουν, να περιορίσουν, να επεξεργαστούν, να διαμορφώσουν, να κρύψουν, να αλλάξουν, ουσιαστικά οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας μεταξύ ιδιωτών και του μεγάλου κοινού κοινού» προσθέτει.
Το σχέδιο του εκτελεστικού διατάγματος, το οποίο περιήλθε σε γνώση του CNN, στοχεύει σε έναν νόμο γνωστό ως «Νόμος περί ευπρέπειας στις επικοινωνίες». Το άρθρο 230 της νομοθεσίας παρέχει ευρεία ασυλία σε ιστότοπους που επιμελούνται και να εποπτεύουν τις δικές πλατφόρμες τους και έχει περιγραφεί από νομικούς εμπειρογνώμονες ως «οι 26 λέξεις που δημιούργησαν το Διαδίκτυο».
Το σχέδιο υποστηρίζει ότι οι προστασίες αυτές εξαρτώνται κυρίως από τεχνολογικές πλατφόρμες που λειτουργούν με «καλή πίστη» και ότι οι εταιρείες κοινωνικών μέσων δεν έχουν.
«Σε μια χώρα που εδώ και καιρό λατρεύει την ελευθερία της έκφρασης, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε έναν περιορισμένο αριθμό διαδικτυακών πλατφορμών να επιλέγουν το λόγο στον οποίο οι Αμερικανοί μπορούν να έχουν πρόσβαση και να μεταφέρουν διαδικτυακά», αναφέρει.
«Αυτή η πρακτική είναι ουσιαστικά μη αμερικανική και αντιδημοκρατική. Όταν μεγάλες, ισχυρές εταιρείες κοινωνικών μέσων λογοκρίνουν απόψεις με τις οποίες διαφωνούν, ασκούν μια επικίνδυνη δύναμη», προσθέτει.