Ποικίλες εξελίξεις υπαγορεύουν εκλογές το αργότερο εως τα τέλη του προσεχούς Ιανουαρίου, όπου ο πρωθυπουργός θα γιορτάζει και 4 χρόνια παραμονής του στην εξουσία.
Όταν ο δρ. Γιάννης Λούλης δηλώνει ότι «ο Αλέξης Τσίπρας ήρθε για να μείνει», κάπου έχει δίκιο. Ο έμπιστος και πρώην μαοϊκός επικοινωνιακός σύμβουλος του Κώστα Καραμανλή γνωρίζει σε μεγάλο βαθμό πώς σκέπτεται πολιτικά ο πρωθυπουργός. Κρίνει δε και από τα έως σήμερα έργα του.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Μακιαβελικός, καιροσκόπος και αδίστακτος, ο Αλέξης Τσίπρας ποτέ δεν είδε τον εαυτό του ως έναν απλό και οριακό ηγέτη ενός αντισυστημικού αριστερού γκρουπούσκουλου. Ύπατος στόχος του ήταν πάντα και θα είναι η άσκηση της εξουσίας, μέσα στα πλαίσια που ορίζουν και επιτρέπουν οι κατά Μαρξ και Λένιν «αντικειμενικές συνθήκες» –και σε κάποια φάση της πολιτικής πορείας του σημερινού πρωθυπουργού αυτές υπήρξαν ιδανικές για τα σχέδιά του.
Το σύστημα που έστησαν μετά την χούντα οι πολιτικές δυνάμεις, για συγκεκριμένους λόγους, είχε αποτύχει. Ακόμα χειρότερα, ήταν και οικονομικά χρεοκοπημένο. Είχαμε έτσι μία καθίζηση του δικομματισμού, η οποία αποτελούσε και την μεγάλη ευκαιρία για τον Αλ. Τσίπρα. Αυτήν που από το 2012 αξιοποίησε με απόλυτη επιτυχία.
Υπό αυτή την έννοια, όταν ο Αλ. Τσίπρας επικαλείται το «νέο», όντως έχει απόλυτο δίκιο. Σε σχέση με τον παλαιό δικομματισμό, το σημερινό μόρφωμα που κυβερνά είναι «νέο». Στόχος του δε, είναι να παραμείνει ως τέτοιο στην ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά και στην ευρύτερη πολιτική αντίληψη μέρους της κοινής γνώμης. Μόνον στην βάση αυτής της παραδοχής θα πρέπει να εξετάζονται και να αναλύονται στρατηγικά οι κινήσεις του πρωθυπουργού, καθώς και αυτά που λέει.
Έτσι, με τις τελευταίες ομιλίες του στην Βουλή και στη Γενικη Συνελευση του ΣΕΒ, ο Αλέξης Τσίπρας άνοιξε πολλά από τα χαρτιά του και στην ουσία περιέγραψε την προεκλογική του τακτική, αφήνοντας κενή την ημερομηνία των προσεχών εκλογικών αναμετρήσεων.Δεν ειναι δε διολου τυχαιο οτι χρησιμοποιει και εκφρασεις που δοκιμαστηκαν απο τον Εμμ.Μακρον στη Γαλλια και πετυχαν να προσελκυσουν ενα συγκεκριμενο κοινο.
Κατά την εκτίμησή του, λοιπόν, η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 πέτυχε εκεί που οι «παλαιές» πολιτικές δυνάμεις απέτυχαν. Χειρίστηκε μία σοβαρή οικονομική κρίση την οποία κληρονόμησε και που έπρεπε να διαχειριστεί υπό ασφυκτικές μνημονιακές συνθήκες. Θα επαναλαμβάνει συνεχώς ο πρωθυπουργός ότι άλλοι ορίζουν το πλαίσιο στο οποίο κινείται. Όμως, θα τονίζει ότι από τον Αύγουστο 2018, μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, η Ελλάδα μπαίνει εκ νέου στο παιχνίδι της αυτονομίας, έστω και υπό κάποιους όρους.
Ισχυρίστηκε λοιπόν ο Αλέξης Τσίπρας και θα ισχυρίζεται εφεξής ότι, παρά τους πολλούς περιορισμούς, κατάφερε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε πριν από τρία χρόνια έναντι εταίρων και δανειστών, ότι ολοκλήρωσε επιτυχώς τον αυστηρό κύκλο των αξιολογήσεων, ότι δημιούργησε τις προϋποθέσεις τόσο για την έξοδο από τα απεχθή μνημόνια όσο και για την ρύθμιση του χρέους –στοιχεία που επιτρέπουν την ασφαλή και αυτόνομη επανένταξη της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές οικονομικό σύστημα.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Αντώνης Καρακούσης στο Βήμα της Κυριακής, ο πρωθυπουργός «θα επαίρεται ότι η άλλοτε αποκλεισμένη και απομονωμένη Αριστερά δεν είναι απλώς μία διεκδικητική δύναμη, αλλά μία δύναμη εξουσίας, ικανή να χειρίζεται με ευθύνη κρίσιμες υποθέσεις της χώρας. Και, επιπλέον, ότι πέτυχε στο έργο αυτό σε συνθήκες μεγάλης αντίθεσης και πολέμου από τις καθεστωτικές δυνάμεις του τόπου, έχοντας απέναντί του τον ευρύ κύκλο του νεοφιλελευθερισμού και των μεγάλων συμφερόντων». Κατά συνέπεια, ο Αλέξης Τσίπρας θα αυτοπροβάλλεται ως ένα είδος Ρομπέν των φτωχών, στους οποίους και θα μοιράζει κάποια ευρώ ώστε το μήνυμά του να γίνεται πιο πειστικό.
Μέσα λοιπόν σε αυτή την λογική, όπως υποστηρίζει ο συνάδελφος Δημήτρης Μανιάτης στο μηνιαίο περιοδικό Unfollow, ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του, πέρα από την υπόθεση της Novartis, θα διαμορφώσουν και ένα νέο αυτοτελές πεδίο πολεμικής και αντιπαράθεσης με το «παλαιό». Θα είναι τα δάνεια των κομμάτων από τις τράπεζες, με την στόχευση να βρεθεί νέος πολιτικός κατηγορούμενος που να υπενθυμίζει το αμαρτωλό παρελθόν του παλιού συστήματος:
«Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση θα εντείνει την πολεμική της σε μερίδα ολιγαρχών, θέτοντάς τους στο κάδρο, και εδώ θα έχουμε και εκπλήξεις, αφού δεν θα διστάσει να ανοίξει πυρ ακόμη και κατά φίλων του επιχειρηματιών ακριβώς για να καταδείξει ότι στέκεται με τον ίδιο τρόπο απέναντί τους. Με το ένα χέρι θα πολεμάει την ολιγαρχία και με το άλλο θα προχωρά τα μεγάλα deal που θα έχουν ως προϋπόθεση την ύπαρξη ακριβώς αυτής της ολιγαρχίας.
Παρά τις σειρήνες μερίδας των δημοσιολόγων, η κυβέρνηση δεν έφτιαξε μία νέα ολιγαρχία δική της, αλλά έχει επιλέξει εδώ και καιρό να συνεργαστεί με την υπάρχουσα και παρά τις εκλεκτικές συγγένειες που όλες οι αστικές κυβερνήσεις είχαν. Αν αναζητήσει μία ιδιαιτερότητα κάποιος σε αυτό το πλαίσιο είναι ότι ουσιαστική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση δεν κάνουν ο Μητσοτάκης και η Γεννηματά, αλλά μερίδα επιχειρηματιών με τα ΜΜΕ τους.
Η στρατηγική επίσης του Μαξίμου για τα ίδια τα ΜΜΕ φαίνεται να μεταβάλλεται, αφού υπερίσχυσε η safe άποψη της ενδυνάμωσης των κομματικών Μέσων και όχι η διασπορά δυνάμεων στα υπάρχοντα συστημικά –χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα εγκαταλειφθεί η δεύτερη εκδοχή. Το νέο και το παλιό. Το φθαρμένο και το άφθαρτο. Το ηθικό και το ανήθικο. Το προοδευτικό και το συντηρητικό.
Αυτά θα είναι τα νέα σχήματα αντιπαράθεσης που θα δοκιμαστούν και που θα διαμορφώνουν όρους πίεσης για τους υπόλοιπους πολιτικούς παίκτες. Η κυβέρνηση θα πάει μέχρι τις εκλογές με παρόμοιες εκρήξεις, αλλά και ψευτοπαροχές που έχουν καλούς συμβολισμούς», γράφει.
Γενικώς, έτσι, η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι από τα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, δηλαδή από τις αρχές του προσεχούς Σεπτεμβρίου, η χώρα θα εισέλθει σε τροχιά εκλογών. Ο χρόνος θα εξαρτηθεί από το επίπεδο προπαρασκευής αυτών και από τις δυνατότητες διανομής «μερισμάτων» προς τις ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις.
Στην βάση της ανωτέρω περιγραφείσης προπαρασκευής αναπτύσσεται τελευταίως το αποκληθέν «σενάριο της γαλοπούλας». Κατά τον Αντώνη Καρακούση, σύμφωνα με αυτό, ο Πρωθυπουργός, αφού θα έχει εξασφαλίσει τα παραπάνω, θα επιδιώξει μία έντονη πολιτική αντιπαράθεση με τον κ. Μητσοτάκη στην κοινοβουλευτική συζήτηση επί του νέου προϋπολογισμού για το 2019. Εκεί, και στον βαθμό που ο κ. Μητσοτάκης θα διατυπώνει για ακόμη μία φορά το πάγιο αίτημά του για διεξαγωγή εκλογών, θα ανταποκριθεί με έναν τρόπο.
Θα αφήσει να εννοηθεί ότι μπορεί και να αποδεχθεί το αίτημά του. Θα αφήσει, δηλαδή, την ιδέα να συζητείται και να ζυμώνεται στα χριστουγεννιάτικα τραπέζια των ελληνικών οικογενειών, υπό την επίδραση πάντα των παροχών που θα έχουν αποδοθεί πριν από τις γιορτές. Και στις αρχές Ιανουαρίου θα προκηρύξει αιφνιδιαστικά εκλογές για τα τέλη Ιανουαρίου, ώστε να συμπέσουν με την πρώτη μεγάλη νίκη της 25ης Ιανουαρίου 2015.
Για τους εμπνευστές του εν λόγω σεναρίου οι συμβολισμοί είναι ισχυροί, καθώς θα παραπέμπουν στην συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων από την πρώτη αριστερή κυβέρνηση και ο αιφνιδιασμός της αντιπολίτευσης θα είναι πλήρης και ικανός να περιορίσει την απόσταση από την Νέα Δημοκρατία, ακόμη και να την υπερκεράσει.
Το θέμα είναι κατά πόσον αυτό το «σενάριο της γαλοπούλας» θα είναι πειστικό για κάπου 45 βουλευτές του Σύριζα οι οποίοι δεν θα ξαναδούν τα βουλευτικά έδρανα. Επιπλέον δε, θα χάσουν και περί τα 55.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα, σε χαλεπούς καιρούς.