Κατά το άρθρο 36 παράγρ. 2 του Συντ. «Οι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις… δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει», για την απαιτούμενη δε πλειοψηφία η διάταξη αυτή παραπέμπει, εμμέσως πλην σαφώς, στο άρθρο 28 παράγρ. 3 του Συντ., όπου ορίζεται ότι «Η Ελλάδα προβαίνει ελεύθερα, με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου… και γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας».
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα εξής:
Του Πέτρου Ι. Παραρά
1. Εφόσον η κυβέρνηση διαπραγματεύεται την υπογραφή διεθνούς συνθήκης που εμπίπτει στις διατάξεις αυτές, πρέπει, προ της υπογραφής, να τεκμαίρεται η εμπιστοσύνη της Βουλής, δηλαδή να είναι εξασφαλισμένη η υπερψήφιση της συνθήκης από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της Βουλής, ήτοι τουλάχιστον από τους 151 βουλευτές, οι οποίοι άλλωστε στηρίζουν την Κυβέρνηση.
Η απαίτηση να υπάρχει τεκμήριο κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης συνάγεται από το άρθρο 28 παρ. 3Σ, αφού αυτό αξιώνει εν προκειμένω την αυξημένη πλειοψηφία τουλάχιστον 151 βουλευτών, προϋποθέτει, δηλαδή, ότι τουλάχιστον αυτοί θα υπερψηφίσουν την συνθήκη.
2. Τέτοιο όμως τεκμήριο που το Σύνταγμα το αξιώνει δεν υπάρχει διόλου, εφόσον η Κυβέρνηση είναι δικομματική και ο μικρότερος εταίρος, που με τους βουλευτές του την στηρίζει κοινοβουλευτικά, αρνείται εκ προοιμίου ότι θα υπερψηφίσει τα υπό διαπραγμάτευση μέτρα. Στην περίπτωση αυτή, η μελλοντική εμπιστοσύνη της Βουλής δεν είναι διόλου δεδομένη, άρα σχετικό τεκμήριο δεν υφίσταται.
Πράγματι, πως θα επιτύχει η Κυβέρνηση την από το Σύνταγμα απαιτούμενη απόλυτη πλειοψηφία (διότι άλλως κύρωση δεν υπάρχει) όταν, κατά τη διαδικασία της κύρωσης, η μεν αντιπολίτευση σύσσωμη αποχωρήσει, το δε σχετικό νομοσχέδιο καταψηφισθεί, όπως συνεχώς διακηρύσσεται, από το μικρότερο κόμμα που στηρίζει την κυβέρνηση, μετέχοντας σ’αυτήν; Στην ειδική αυτή περίπτωση δεν υφίσταται καν τεκμήριο ότι η Βουλή θα στηρίξει την Κυβέρνηση για το συγκεκριμένο ζήτημα.
3. Αν, παρά ταύτα, η δικομματική Κυβέρνηση προχωρήσει στην υπογραφή, δια του Πρωθυπουργού, της συνθήκης, το πιθανότερο είναι ότι η Βουλή θα καταψηφίσει τα συμφωνηθέντα μέτρα, εκτός και αν η Κυβέρνηση επιτύχει άλλες συμμαχίες από τον χώρο της αντιπολίτευσης, που πολιτικά είναι τελείως αβέβαιο. Αν η συνθήκη καταψηφισθεί, αυτή δεν έχει καμία ισχύ, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρ. 36 παρ. 2Σ, αφού ελλείπει ο τυπικός κυρωτικός νόμος.
4. Εν προκειμένω, την απόφαση της ελληνικής δικομματικής Κυβέρνησης να υπογράψει την συνθήκη για την ονομασία του κράτους των Σκοπίων δεν την στηρίζει καθόλου η πλειοψηφία της Βουλής, αφού και το κόμμα των ΑΝΕΛ δηλώνει καθημερινά ότι θα την καταψηφίσει.
Εφόσον, λοιπόν, εξαρχής ελλείπει το αναγκαίο τεκμήριο της κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης που αξιώνει το Σύνταγμα, η Κυβέρνηση δεν μπορεί να διαπραγματεύεται, και πολύ περισσότερο να προχωρήσει για το ονοματολογικό (ζήτημα το οποίο προφανώς υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, βλ. άρθρ. 28 παρ. 3Σ), στην υπογραφή της συνθήκης, η οποία τυπικά θα δημιουργεί προς τα έξω πρόβλημα για τη Χώρα μας, από απόψεως αξιοπιστίας και δέσμευσης, ενώ στο εσωτερικό θα είναι ένα κείμενο χωρίς καμία ισχύ.
5. Ελλείποντος, λοιπόν, του παραπάνω τεκμηρίου, δεν υπάρχει κοινοβουλευτική νομιμοποίηση του Πρωθυπουργού της κολοβωμένης Κυβέρνησης να διαπραγματεύεται και να υπογράφει κείμενα που εκθέτουν διεθνώς τη Χώρα μας, αφού δεν είναι βέβαιο ότι αυτά θα κυρωθούν τελικά με νόμο. Αυτός είναι ο προσήκων νομικός χειρισμός του ως άνω ζητήματος.
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
Επίτιμος Αντιπρόεδρος ΣτΕ