Αντί να μάχεται για την αποτροπή μίας πιθανής συνολικής χρεοκοπίας, το πολιτικό σύστημα κάνει ό,τι μπορεί για να ενισχύει την υποτροπή της κρίσης χρέους...
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Μα καλά, οι ιδεοληπτικοί μπεμπέδες δεν μπορούν να καταλάβουν τί συμβαίνει; Πέρα από τις διάφορες θεωρίες περί του ελληνικού χρέους, υπάρχει και η πραγματικότητα, που είναι αδυσώπητη για όλους –όπως και το έμφραγμα του μυοκαρδίου προκαλείται από συγκεκριμένες αιτίες και ενίοτε είναι θανατηφόρο, αποτρέπεται δε ή καθυστερείται με συγκεκριμένες αγωγές. Σε όποιον αυτές δεν αρέσουν, το πρόβλημά του είναι πότε θα επέλθει το μοιραίον. Γρήγορα ή αργά, σε κάθε περίπτωση πάντως θα επέλθει.
Στην απλή οικονομική διάλεκτο, λοιπόν, το ελληνικό χρέος χαρακτηρίζεται ως «κακό». Δηλαδή, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία είναι ένα χρέος που χρηματοδότησε κρατικές λειτουργίες και τις δαπάνες τους κατά τρόπο σπάταλο, ανορθόλογο και ως εκ τούτου αναποτελεσματικό. Επίσης, για πολιτικούς λόγους, χρηματοδότησε άσκοπες δαπάνες για επενδύσεις που ακόμα και σήμερα αποτελούν πηγές σπατάλης. Το χρέος είναι, επίσης, «κακό» γιατί εναποθέτει στις επόμενες γενιές την χρηματοδότηση δαπανών οι οποίες αφορούν στις σημερινές γενιές, όπως οι συντάξεις.
Τέλος, το χρέος είναι «κακό» γιατί χρηματοδότησε τον εύκολο πλουτισμό συγκεκριμένων συντεχνιών και ομάδων πίεσης, οι οποίες πλουτίζουν και εξασφαλίζουν προσόδους δι’ αρπαγής και εκβιασμών που παραμορφώνουν την δημοκρατία.
Αν διαβάσει κανείς το περίφημο βιβλίο του Mancur Olson Άνοδος Και Παρακμή Των Εθνών και θα καταλάβει τί συνέβη στην Ελλάδα, αλλά και τί συμβαίνει σήμερα, με ένα πολιτικό σύστημα που αρνείται με πείσμα να μετατρέψει ένα «κακό» χρέος σε «καλό». Πώς, όμως, μετατρέπεται ένα «κακό» χρέος σε «καλό» και, τελικά, ποιες είναι οι ιδιότητες του τελευταίου;
Οικονομολόγοι όπως ο Ζακ Ατταλί, ο Ντάνι Ρόντρικ και ο νομπελίστας Πωλ Κρούγκμαν συμφωνούν ότι ένα δάνειο είναι «καλό» μόνον εάν χρησιμοποιείται ορθολογικά, δηλαδή εάν αποφέρει περισσότερα οφέλη από το βάρος του. «Καλό» δημόσιο δάνειο, έτσι, είναι εκείνο του οποίου η χρήση αυξάνει το καθαρό ενεργητικό της χώρας και με τον τρόπο αυτόν επιτρέπει στο κράτος την εξόφλησή του. Αυτό προϋποθέτει ότι το δάνειο χρηματοδοτεί αποδοτικές υλικές επενδύσεις, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, που είναι οι δημόσιες υποδομές (υγεία, εκπαίδευση, μεταφορές, κλπ.), ή άϋλες επενδύσεις όπως π.χ. βελτίωση των δεξιοτήτων του ενεργού πληθυσμού.
Υπό παρόμοιες συνθήκες, στο μέτρο που το κυρίαρχο κράτος είναι θεωρητικώς αθάνατο, το πρόβλημα του χρέους του δεν έγκειται στην εξόφλησή του αλλά στην βιωσιμότητά του.
Συνεπώς, για να παραμένει βιώσιμο ένα χρέος, θα πρέπει να παράγεται στην χώρα ο απαραίτητος πλούτος ο οποίος θα εξυπηρετεί το χρέος αλλά θα ενισχύει ταυτοχρόνως και την αξία των περιουσιακών στοιχείων του κράτους (ορυκτοί και θαλάσσιοι πόροι, δημόσια κτίρια, πολιτιστική κληρονομιά, βιομηχανικό δυναμικό, κλπ.).
Έτσι, όσο μεγαλύτερο είναι το ενεργητικό, τόσο πιο αυξημένο είναι και το εύλογο επίπεδο του «καλού» χρέους.
Από ποσοτικής πλευράς, επίσης, η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται και από τον δείκτη εξωστρέφειας μίας οικονομίας, όπως και από το ποσοστό της εσωτερικής της αποταμίευσης ως προς το ΑΕΠ της. Για παράδειγμα, όταν το δημόσιο χρέος υπερβαίνει πάνω από δύο φορές τις εξαγωγές μίας χώρας και κατά τρεις φορές τα φορολογικά της έσοδα, τότε έναντι τρίτων δανειστών αρχίζουν τα προβλήματα. Και τα τελευταία τα βλέπει κανείς στα ελληνικά μεγέθη: οι εξαγωγές μας είναι 9 φορές χαμηλότερες από το συνολικό χρέος και μετά βίας αντιπροσωπεύουν το 12,8% του συνόλου του.
Τα δε φορολογικά έσοδα είναι 8 φορές πιο κάτω από το χρέος, με την Ελλάδα να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της υπερφορολόγησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ).
Είναι συνεπώς κατάδηλο ότι η ελληνική οικονομία έχει σοβαρότατο διαρθρωτικό πρόβλημα, το οποίο σίγουρα δεν αντιμετωπίζεται μόνον με τα οριζόντια δημοσιονομικά μέτρα που λαμβάνουν οι διαδοχικές κυβερνήσεις έξι χρόνια τώρα. Μπορεί τα μέτρα αυτά να κατέληξαν σε μία θεαματική δημοσιονομική προσαρμογή, πλην όμως έχουν αρνητικές παρενέργειες στον απώτερο στόχο, που είναι η αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της οικονομίας.
Εκ νέου η θεωρία μάς διδάσκει ότι, σε μία οικονομία όπου κυριαρχεί η υπερφορολόγηση, ανταγωνιστικότητα και αποταμίευση καταρρέουν. Με την ύφεση δε που εκδηλώνεται, η οικονομία πολύ απλά τελεί υπό καθεστώς διαρθρωτικής κατάρρευσης. Αυτό την οδηγεί σε άμεση και τεράστια εξάρτηση από εισαγωγές –που σημαίνει ότι, όταν υπάρχουν capital controls και τεράστια χρέη στο σύστημα Target II που χρηματοδοτεί τις εισαγωγές, τότε η χώρα διατρέχει και γενικότερους κινδύνους.
Για να βγούμε, λοιπόν, από το χρεοκοπικό αδιέξοδο και από τον δρόμο της διαρθρωτικής κατάρρευσης, θα πρέπει, εν πρώτοις, να καταλάβουμε γιατί είμαστε στην θηλιά του χρέους και στην κρίση που αυτό προκαλεί. Πλην όμως, αυτό εμείς δεν το έχουμε ακόμη καταλάβει και, ως φαίνεται, πολλοί είναι αυτοί που δεν θέλουν να το καταλάβουν. Έτσι, το πλοίο Ελλάς βυθίζεται στην παρακμή και σε κάποια στιγμή το κόστος θα είναι ανυπέρβλητο.
Εκτός και αν, ως εκ θαύματος, υπάρξει η ποθητή απελευθέρωση της οικονομίας και της κοινωνίας από την δικτατορία του κρατισμού και της διαπλοκής που παράγει το πελατειακό πολιτικό σύστημα εις βάρος των πολλών και προς όφελος συντεχνιών και οργανωμένων συμφερόντων.
Όσο για την απελευθέρωση που προτείνεται, εννοείται ότι πρέπει, ταυτοχρόνως, να είναι διανοητική και θεσμική. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα είναι ανάγκη η κοινωνία να πάψει να θεωρεί τους ανεύθυνους ως κήρυκες της ελπίδας και να πιστεύει ότι, παρακμάζουσα, μπορεί να ελπίζει. Χρειαζόμαστε απελευθέρωση δυνάμεων, αντί της εξυπηρέτησης συμφερόντων.