Μια από τις βασικές συζητήσεις την περίοδο της ελληνικής κρίσης ήταν η ανάγκη να μετατραπεί η δομή της ελληνικής οικονομίας από μια κλειστή – βασισμένη στην κατανάλωση– σε μια δυναμική με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Για να επιτευχθεί αυτό, εισήχθησαν μια σειρά από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ειδικά στα πρώτα στάδια (δηλαδή 2010-2014) του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις στόχευαν στη βελτίωση τόσο της ανταγωνιστικότητας κόστους όσο και μη κόστους της ελληνικής οικονομίας, καθώς και σε μέτρα που θα επέτρεπαν την ανακατανομή των πόρων (τόσο της εργασίας όσο και του κεφαλαίου) σε τομείς της οικονομικής δραστηριότητας με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Την περίοδο 2010-2017, οι ελληνικές εξαγωγές εμπορευμάτων αυξήθηκαν από το 6,7% τουΑΕΠ το 2010 στο 10,7% του ΑΕΠ το 2017, επιτρέποντας σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να διεκδικήσουν τη νίκη στην προσπάθεια της Ελλάδας να υιοθετήσει ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Ωστόσο, παρά την αυξημένη εστίαση στις επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών εμπορευμάτων, έχουν γίνει πολύ λίγες αναλύσεις σχετικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν τις ελληνικές εξαγωγικές επιδόσεις, ιδίως όσο αφορά στην αποτελεσματικότητα της δέσμης των διαθρωτικών μέτρων βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας που λήφθησαν την περίοδο 2010-2014.
Στην πραγματικότητα, η βαθιά εδραιωμένη αντίληψη ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αποτελεί το βασικό παράγοντα αύξησης των εξαγωγών είναι εσφαλμένη και μπορεί να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι περίοδοι βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας είναι πιθανό να συμπίπτουν με περιόδους πτώσης των εξαγωγών εάν άλλοι προσδιοριστικοί παράγοντες ασκούν αρνητική επίδραση.
Για τους λόγους αυτούς είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει μια σαφώς καθορισμένη ταξινομία των παραγόντων που επηρεάζουν τις εξαγωγές καθώς και ένα σαφώς προσδιορισμένο πλαίσιο μέτρησης της σχετικής επίδρασής τους και της μεταβολής αυτής μέσα στο χρόνο.
Για μια μικρή οικονομία όπως η Ελλάδα, ένα μεγάλο μέρος των εξαγωγών της κινείται σε συνδυασμό με τις κατευθύνσεις και τις ροές του παγκόσμιου εμπορίου. Επομένως, το πρώτο αποτέλεσμα που πρέπει να διερευνηθεί είναι η «παγκόσμια επίδραση» (Global effect).
Επιπλέον, η δομή των εξαγωγικών αγαθών (υψηλής ή χαμηλής τεχνολογίας) και του προορισμού (σύμφωνα με γεωγραφικά ή εισοδηματικά κριτήρια) κάθε χώρας επηρεάζει επίσης τις μεταβολές των μεριδίων αγοράς των εξαγωγών.
Εάν, από σχεδιασμό ή σύμπτωση, μια χώρα εξαγάγει προϊόντα σε χώρες που αναπτύσσονται ταχύτερα από τον μέσο όρο ή εξαγάγει αγαθά των οποίων η ζήτηση αυξάνεται ταχύτερα από τον μέσο όρο, τότε η αύξηση των εξαγωγών της χώρας θα επιταχυνθεί αλλά για λόγους που δεν σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητά της.
Ο συνδυασμός του μίγματος των εξαγόμενων προϊόντων και του συνδυασμού των εμπορικών εταίρων περιλαμβάνει τη λεγόμενη «δομική επίδραση» (Structure effect).
Τέλος, αφού μετρηθούν οι μεταβολές του παγκόσμιου εμπορίου και του γεωγραφικού, εισοδηματικού και τεχνολογικού επιπέδου του εξαγωγικού μίγματος μιας χώρας, η εναπομένουσα μεταβολή μπορεί να αποδοθεί σε θετικές ή αρνητικές αλλαγές στην ανταγωνιστικότητα, δηλαδή στην «επίδραση της ανταγωνιστικότητας» (Competitiveness effect).
Τα αποτελέσματά της έρευνάς μας παρέχουν ορισμένα απροσδόκητα και ανατρεπτικά σε κάποιο βαθμό συμπεράσματα σχετικά με την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να εξαγάγει, καθώς και τους παράγοντες που οδηγούν αυτή την εξαγωγική επίδοση. Ως εκ τούτου, εφιστούν την προσοχή ενάντια σε οποιαδήποτε στερεοτυπική ανάλυση και βιαστική αξιολόγηση της εξαγωγικής ικανότητας της Ελλάδας.
Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι οι ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις της πρώτης εξεταζόμενης περιόδου 2010-2014 ήταν αποτέλεσμα ενός εξαιρετικά ευνοϊκού παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος.
Η περίοδος 2010-2014 ήταν περίοδος ταχείας ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας από την Οικονομική Κρίση της περιόδου 2008-2009, υποστηριζόμενη από επεκτατικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές στην Κίνα και τις ΗΠΑ.
Ως αποτέλεσμα, η «παγκόσμια επίδραση» αποδείχτηκε «ούριος άνεμος» για τις ελληνικές εξαγωγές. Στην πραγματικότητα, εάν η Ελλάδα εξήγαγε το «τυπικό» μίγμα αγαθών, η «παγκόσμια επίδραση» από μόνη της θα ωθούσε τις ελληνικές εξαγωγές να αυξηθούν κατά 3,2 φορές περισσότερο από ό,τι πραγματικά αυξήθηκαν.
Οι λόγοι για τους οποίους οι επιδόσεις της Ελλάδας υστερήσαν έναντι της αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου μπορούν να αποδοθούν:
· στη «δομική επίδραση» ήτοι στο γεγονός ότι πραγματοποιούσαμε συναλλαγές με την Ευρώπη & την Κεντρική Ασία, οι οποίες παρουσίασαν χαμηλότερες επιδόσεις, καθώς και στο γεγονός ότι τα εξαγόμενα βιομηχανοποιημένα προϊόντα από πρωτογενείς πόρους και προϊόντα υψηλής τεχνολογίας υστερούσαν σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες προϊόντων, και
· στην αρνητική συμβολή της «επίδρασης της ανταγωνιστικότητας».
Αντίθετα, η στασιμότητα της δεύτερης εξεταζόμενης περιόδου 2014-2017 ήταν στην πραγματικότητα ένα μάλλον καλό αποτέλεσμα, δεδομένης της αρνητικής «παγκόσμιας επίδρασης» λόγω των αυξημένων ανησυχιών για προστατευτισμό και από-παγκοσμιοποίηση.
Επιπλέον, η οικονομική επίδοση των κύριων εμπορικών εταίρων μας συνέχισε να παρουσιάζει υστέρηση σε σχέση με την παγκόσμια ανάπτυξη και φυσικά, το μίγμα των εξαγωγικών αγαθών μας είναι δύσκολο να αλλάξει βραχυπρόθεσμα.
Επομένως, η «δομική επίδραση» είχε επίσης αρνητικό αντίκτυπο στις ελληνικές εξαγωγές. Εν αντιθέσει, η «επίδραση της ανταγωνιστικότητας» συνέβαλε θετικά στη συνολική μεταβολή των ελληνικών εξαγωγών από 6 έως 9 φορές πραγματοποιθείσας μεταβολής των εξαγωγών.
Συμπερασματικά λοιπόν εάν η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν αποδειχθεί ένα πρόσκαιρο και συγκυριακό φαινόμενο, αλλά αποτελέσει την απαρχή μιας νέας περιόδου δομικών αλλαγών για την ελληνική οικονομία, τότε μια ενδεχόμενη διευθέτηση των μεγάλων εμπορικών διαφωνιών ΗΠΑ, Κίνας και ΕΕ θα δημιουργήσει μια θετική σύμπραξη μεταξύ παγκόσμιας και ανταγωνιστικής επίδρασης που μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την εικόνα των ελληνικών εξαγωγών.
Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, είναι επιτακτική η στόχευση της αναπτυξιακής πολιτικής αλλά και της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας σε πιο δυναμικές αγορές και προϊόντα για την περαιτέρω ενδυνάμωση των εξαγωγικών επιδόσεων.