Ένας τομέας που θα υποστεί ριζικές αλλαγές – τουλάχιστον στην Ελλάδα -είναι ο τραπεζικός. Η εξέλιξη αυτή πηγάζει από την σημερινή κατάσταση των τραπεζών: δέκα χρόνια αναδιαρθρώσεων δανείων, εποπτικών αλλαγών και συρρίκνωσης δεν έχουν καταφέρει να τις εξυγιάνουν σε βάθος.
Του Αντώνη Κεφαλά
Παραμένουν ευάλωτες στην έλευση μαύρων κύκνων, όπως ο κορωνοϊός, και έτσι σε σημαντικό βαθμό ανίκανες να ανταπεξέλθουν στον βασικό προορισμό τους – να προσφέρουν ρευστότητα σε μία οικονομία που διψά όπως ο ταξιδιώτης στην έρημο.
Λόγω της κατάστασης αυτής, η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα θα πρέπει να περιμένει ότι θα χυθεί πολύ αίμα. Σήμερα μπορεί να γίνονται σχέδια επί σχεδίων για να σωθεί η ραχοκοκαλιά της οικονομίας – η μικρομεσαία επιχείρηση, που στην ουσία είναι η μικρή (για να μην πούμε η πολύ μικρή) εταιρεία.
Στους επόμενους δώδεκα μήνες, όμως, η χώρα θα δει να κλείνουν πολλές εκατοντάδες εταιρείες. Θα ολοκληρωθεί, έτσι, με τον πιο απότομο τρόπο, μία σκληρή διαδικασία που ξεκίνησε το 2010 και ποτέ δεν κατέληγε διότι υπήρχε πάντα το πολιτικό κόστος και η ιδεοληψία κατά των μεγάλων επιχειρήσεων.
Από το 2018 και μετά οι τράπεζες έχουν καταβάλει φιλότιμες και σε σημαντικό βαθμό αποτελεσματικές προσπάθειες μείωσης των κόκκινων δανείων. Από μία άποψη «πλήρωναν» τις ακρότητες της δεκαετίας 2000-2010.
Από μία άλλη, υπήρξαν θύματα της Γερμανικής πολιτικής που με την συναίνεση του δικού μας πολιτικού κόσμου, έσωσε τις ευρωπαϊκές τράπεζες αλλά καταδίκασε τις ελληνικές. Άσχετα με τα αίτια, όμως, είναι γεγονός ότι στην σημερινή κρίση οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν την δυνατότητα να σώσουν παρά μόνο τις ήδη υγιείς επιχειρήσεις.
Τούτη την στιγμή λειτουργούν αγνοώντας τα κριτήρια της αγοράς. Το αργότερο από το τέλος του β΄ τριμήνου το μορατόριουμ αυτό θα καταργηθεί.
Το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Είναι παγκόσμιο. Απλά, στην Ελλάδα, είναι μεγαλύτερο απ’ ότι σε πολλά άλλα κράτη.
Καταρχάς είναι σαφές ότι η εικόνα των κόκκινων δανείων θα αντιστραφεί: αντί για μείωση θα έχουμε ξανά αύξηση. Παρά την επάρκεια κεφαλαίων που σήμερα εμφανίζονται να έχουν, σύντομα οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να βάλουν «δελτίο» στις πιστώσεις.
Στην διαδικασία αυτή θα ακολουθήσουν διεθνές πρότυπο. Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις ταξινομούνται σε κατηγορίες-ας πούμε: (α) ισχυρές και αγκυροβολημένες, (β) σε πλεύση αλλά με μεγάλη τρικυμία, (γ) σε πλεύση με τρικυμία και χωρίς έλεγχο του πηδαλίου, και, (δ) βυθιζόμενες. Η εποπτική εντολή είναι απλή: σώστε μόνο εκείνες που μπορούν να σωθούν. Δεν υπάρχουν χρήματα για όλες.
Αυτό σημαίνει ότι όσες επιχειρήσεις ανήκουν στην πρώτη κατηγορία θα σωθούν. Η επιλογή θα είναι αυστηρή για όσες ανήκουν στην 2η κατηγορία και ακόμη πιο αυστηρή για όσες στην 3η. Στην 4η κατηγορία είναι όλες καταδικασμένες – με την έννοια ότι τώρα ο θάνατος θα έρθει πιο γρήγορα και πιο απότομα.
Για τις τράπεζες, το δίλημμα είναι πάντα μεταξύ της παροχής ρευστότητας και της επίπτωσης στον ισολογισμό. Οι εξελίξεις αυτές θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη διαφάνεια ως προς την πραγματική οικονομική κατάσταση των πελατών αλλά και ως προς την δική τους οικονομική εικόνα. Τούτη τη φορά, η εκτίμηση και επιλογή θα είναι για κάθε πελάτη ξεχωριστά, έναν προς ένα.
Αλλαγές και στις τράπεζες
Μία σχολή υποστηρίζει ότι το τραπεζικό σύστημα θα λειτουργήσει για 1-2 χρόνια σε κατάσταση κρίσης και, στην συνέχεια, θα επιστρέψει στην κανονικότητα. Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι η περίοδος αυτή μπορεί να είναι και πιο σύντομη, επειδή οι ελληνικές τράπεζες έχουν αποκτήσει μεγάλη τεχνογνωσία στην διαχείριση κρίσεων.
Θεωρώ ότι το αντίθετο θα συμβεί. Το τίμημα θα είναι ακριβό και για τις ίδιες τις τράπεζες. Καταρχάς, θα υποχρεωθούν να αντιγράψουν πρακτικές λειτουργίας που ήδη εφαρμόζονται στην Ευρώπη. Ειδικότερα, θα αυξηθούν σε μεγάλο βαθμό οι τραπεζικές εργασίες που θα γίνονται μόνο μέσω του διαδικτύου, κι αυτό θα επηρεάσει πρωταρχικά την πλευρά της λιανικής.
Σταδιακά, η είσοδος στο κατάστημα θα γίνεται κυρίως με ραντεβού και για συγκεκριμένα θέματα. Αναπόφευκτα, θα μειωθεί ο αριθμός των καταστημάτων και οι θέσεις εργασίας. Η μεγάλη έξοδος της τελευταίας πενταετίας θα συνεχιστεί.
Το ένα μεγάλο ερώτημα είναι αν θα λειτουργούν οι αγορές ομολόγων (τιτλοποιήσεις) και ποια θα είναι η εκτίμηση τους και η «όρεξη» τους να απορροφήσουν ρίσκο. Αν οι αγορές επανέλθουν, τότε θα είναι ίσως εφικτή η συνέχιση της προσπάθειας που έχει αναληφθεί εδώ και 2 χρόνια περίπου για την μείωση των κόκκινων δανείων.
Αν όχι, τότε θα είναι η ώρα να υλοποιηθεί η πρόταση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα για την δημιουργία ενός είδους «κακής τράπεζας» με την μορφή της Assets Management Company (AMC).
Στο θέμα αυτό υπάρχουν αντιδράσεις κι αυτές μας οδηγούν στο δεύτερο μεγάλο ερώτημα: με τις νέες συνθήκες που δημιούργησε ο κορωνοϊός, μπορούν να επιβιώσουν και οι τέσσερις τράπεζες; Πριν από λίγα μόλις χρόνια, ένας από τους μεγαλύτερους και πιο διορατικούς Έλληνες τραπεζίτες, ο Γιάννης Κωστόπουλος της Alpha είχε πει πως η ελληνική αγορά μπορεί να «σηκώσει» μόνο 2 &1/2 τράπεζες.
Η τάση συρρίκνωσης που ξεκίνησε με την μεγάλη κρίση του 2010, που ήταν και τραπεζική κρίση, θα συνεχιστεί τώρα πιο έντονα λόγω της νέας κρίσης. Αν δημιουργηθεί μία AMC, τότε σίγουρα δεν θα υπάρχει πλέον χώρος και για τις τέσσερις τράπεζες – καθώς μέρος της δουλειάς τους θα πάει στην ΑΜC.
Χώρος που, έτσι κι αλλιώς, ίσως να μην υπάρχει ήδη. Κι αυτή θα είναι η μεγαλύτερη εξέλιξη με αφορμή τον κορωνοϊό. Μία τράπεζα είναι κιόλας μισή. Και μία θα απορροφηθεί.