Συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της φτώχειας, περιορίζοντας τις σπατάλες κυρίως σε είδη διατροφής.
Πατέρας και ιδρυτής της πρώτης Τράπεζας Τροφίμων στην Ελλάδα υπήρξε ο αείμνηστος Γεράσιμος Βασιλόπουλος, μία πρωτοπόρα προσωπικότητα του ελληνικού λιανεμπορίου αλλά και άνθρωπος με έντονες κοινωνικές ευαισθησίες.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Σκοπός της Τράπεζας που ίδρυσε, στα μέσα της δεκαετίας τού 1990, ήταν και είναι η παροχή επισιτιστικής βοήθειας σε αδύναμες ομάδες του πληθυσμού και ο περιορισμός της σπατάλης στα είδη διατροφής. Σπατάλη που, όπως τονίζει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) κ. Ευάγγελος Καλούσης, αντιπροσωπεύει περί τα 250 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Πρόκειται δηλαδή για ένα ιδιαιτέρως υψηλό ποσό, που αντιπροσωπεύεται από ποικίλες κατηγορίες τροφίμων.
Με αντικείμενο έτσι τον ρόλο και την κοινωνικο-οικονομική σημασία των Τραπεζών Τροφίμων, το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) εκπόνησε μία ενδιαφέρουσα μελέτη στην οποία εξετάζεται το πρόβλημα της επισιτιστικής ένδειας στην χώρα μας και η αντιμετώπισή του.
Σε εκδήλωση που έγινε στο Μουσείο Μπενάκη πριν λίγες ημέρες, παρουσιάστηκε από τον κ. Σβ. Ντάντσεφ, υπεύθυνο Μικροοικονομικής Ανάλυσης και Πολιτικής του ΙΟΒΕ, το περιεχόμενο της μελέτης αυτής, η οποία είναι και η πρώτη του είδους που γίνεται στην Ελλάδα.
Ανοίγοντας την εκδήλωση, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής κ. Νίκος Βέττας τόνισε ιδιαίτερα το πρόβλημα της επισιτιστικής ανασφάλειας που παρατηρείται στην χώρα μας και είπε ότι ο σχεδιασμός και η εξεύρεση λύσεων απαιτούν ευαισθητοποίηση του κοινού, αλλά και συλλογικές δράσεις που να υπακούουν σε κριτήρια αποτελεσματικότητας. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και ο χαιρετισμός του προέδρου του ΙΟΒΕ καθηγητή κ. Τάκη Αθανασόπουλου, που ζήτησε επίσης ενίσχυση του θεσμού των Τραπεζών Τροφίμων.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ΣΕΒΤ κ. Ευάγγελος Καλούσης υπογράμμισε την σημασία που δίνει η βιομηχανία τροφίμων στον περιορισμό της σπατάλης και την αξιοποίηση προϊόντων που πλησιάζουν στο τέλος της διάρκειας ζωής τους. Παράλληλα υπογράμμισε την εξαιρετική δουλειά που πραγματοποιεί η Τράπεζα Τροφίμων, προσθέτοντας ότι πέραν αυτών στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη θα πρέπει σταδιακά να δημιουργηθούν και άλλες Τράπεζες Τροφίμων σε όλη την χώρα,
Η κυρία Μαριάννα Παρασκευά, ανώτατο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σημείωσε ότι η επισιτιστική ανασφάλεια αποτελεί μεγάλο πρόβλημα και παρουσίασε τις πρωτοβουλίες της ΕΕ για την ανακούφιση των αδύναμων κοινωνικών ομάδων στα κράτη μέλη.
Ανέφερε ότι το έργο της ΕΕ στην κατεύθυνση αυτή είναι σημαντικό και πολύπλευρο, ωστόσο υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτιώσεων –ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα. Επίσης, υπογράμμισε την ανάγκη ανάπτυξης πρωτοβουλιών για αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων του προγράμματος επισιτιστικής συνδρομής, ενίσχυσης του εθελοντισμού και γενικότερης ευαισθητοποίησης των πολιτών για τον περιορισμό της σπατάλης τροφίμων.
Ωστόσο, η κυρία Μ. Παρασκευά δεν παρέλειψε να δώσει έμφαση στις ανεπάρκειες της εγχώριας δημόσιας διοίκησης ως προς την αξιοποίηση κοινοτικών κοινωνικών πόρων.
Το ίδιο θέμα επεσήμανε και ο πρόεδρος του ΔΣ της Τράπεζας Τροφίμων Θεσσαλονίκης κ. Αχιλλέας Φώλιας, σημειώνοντας ότι ο περιορισμός της γραφειοκρατίας θα έκανε πολύ πιο αποτελεσματικό το κοινωνικό έργο των Τραπεζών Τροφίμων.
Ένα έργο για το οποίο, κατά τον πρόεδρο του ΔΣ της Τράπεζας Τροφίμων Αθήνας–Ίδρυμα για την Καταπολέμηση της Πείνας κ. Παναγή Βουρλούμη, η Τράπεζα δεν έχει πάρει ούτε ένα ευρώ. Παρόλα αυτά, συνεχίζει το κοινωνικό της έργο, το οποίο ενισχύεται από ιδιωτικές πηγές και σήμερα προσφέρει πολύτιμη βοήθεια σε αναξιοπαθούντες συμπατριώτες μας.
Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ, τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης στην χώρα μας έχει αυξηθεί αισθητά ο αριθμός των ατόμων που αντιμετωπίζουν επισιτιστική ανασφάλεια ή ένδεια –δηλαδή δεν έχουν ασφαλή πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες ασφαλών και θρεπτικών τροφίμων για την φυσιολογική τους ανάπτυξη και για μία δραστήρια και υγιή ζωή.
Όπως εκτιμάται, το 2015 αντιμετώπιζαν στην Ελλάδα επισιτιστική ανασφάλεια 1,4 εκατομμύρια άτομα, δηλαδή το 12,9% του πληθυσμού, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 7,1% το 2008. Ιδιαίτερα έντονο είναι το πρόβλημα της επισιτιστικής ένδειας σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.
Η επισιτιστική ανασφάλεια αποτελεί σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα ψυχικής και φυσικής ανάπτυξης, να επηρεάσει τις επιδόσεις των παιδιών στο σχολείο και να προκαλέσει παχυσαρκία λόγω υπερβολικής κατανάλωσης τροφίμων χαμηλής ποιότητας και υψηλής θερμιδικής περιεκτικότητας, με αρνητικές προεκτάσεις για την υγεία.
Όπως τόνισε ο κ. Σ. Ντάντσεφ παρουσιάζοντας την μελέτη του ΙΟΒΕ, το 2015 η Ελλάδα στον τομέα της επισιτιστικής ανασφάλειας κατελάμβανε την 8η χειρότερη θέση ανάμεσα σε 30 ευρωπαϊκές χώρες, έναντι της 15ης χειρότερης θέσης το 2008.
Μεγαλύτερη επισιτιστική ανασφάλεια από την Ελλάδα αντιμετωπίζουν έξι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Ρουμανία, Λιθουανία και Λετονία) και η Μάλτα. Άλλες χώρες που εντάχθηκαν σχετικά πρόσφατα στην ΕΕ, όπως η Τσεχία, η Πολωνία και η Σλοβενία, έχουν μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού τους με επισιτιστική ανασφάλεια.
Από ευρωπαϊκής πλευράς, το όλο θέμα της επισιτιστικής ανασφάλειας και ένδειας αντιμετωπίζεται με βασικό εργαλείο το Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας προς τους Απόρους (ΤΕΒΑ –Fund for European Aid to the Most Deprived, FEAD). Πάνω από 3,8 δισεκατομμύρια ευρώ (σε πραγματικές τιμές) διατίθενται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό της ΕΕ στο ΤΕΒΑ για την περίοδο 2014-2020.
Η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει 281 εκατ. ευρώ από το ΤΕΒΑ την ίδια περίοδο και, μαζί με την εθνική συμμετοχή, το ύψος του σχετικού επιχειρησιακού προγράμματος της χώρας ανέρχεται σε 331 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 83,5% (276 εκατ. ευρώ) προσδιορίζεται για επισιτιστική συνδρομή.
Η αξιοποίηση των πόρων από το ΤΕΒΑ, ωστόσο, έχει καθυστερήσει σημαντικά στην Ελλάδα, όπου το πρόγραμμα υλοποιείται κυρίως από τις δημοτικές αρχές της χώρας.
Τα πρώτα δύο έτη της επταετούς περιόδου εγκρίθηκαν μόλις το 0,8% των δαπανών του προγράμματος και καταβλήθηκαν σε δικαιούχους που υλοποιούν δράσεις μόλις το 0,7% του προϋπολογισμού.
Για μια ακόμα φορά, έτσι, η εγχώρια γραφειοκρατία δείχνει το μέγεθος της αναποτελεσματικότητάς της.