Σε φορολογικό κλοιό μπαίνουν από την Πρωτοχρονιά τα χρήματα των Ελλήνων που βρίσκονται στο εξωτερικό, καθώς ξεκινά η διαδικασία αυτόματης ανταλλαγής στοιχείων μεταξύ των φορολογικών αρχών περισσότερων από 90 χωρών οι οποίες εντάσσονται στη συμφωνία για τα Κοινά Πρότυπα Αναφοράς (Common Reporting Standards - CRS) του ΟΟΣΑ.
Η συμφωνία θα ισχύσει σε δύο φάσεις, το 2017 και το 2018.
Από την 1η Ιανουαρίου 2017 οι φορολογικές αρχές 52 χωρών, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, θα ανταλλάξουν στοιχεία για οποιοδήποτε χρεόγραφο (καταθέσεις, ομόλογα, μετοχές κ.λπ.) βρισκόταν στις τράπεζές τους από φορολογικούς κατοίκους άλλων χωρών το προηγούμενο έτος - το 2016.
Με άλλες 45 χώρες που θα ενταχθούν στο σύστημα τον επόμενο χρόνο, μεταξύ των οποίων η Ελβετία και η Σιγκαπούρη, η ανταλλαγή στοιχείων θα γίνει το 2018 και θα αφορά τα στοιχεία των λογαριασμών του 2017.
Οι φορολογικές αρχές της Γερμανίας, για παράδειγμα, θα συγκεντρώσουν από τις τράπεζες της χώρας όλα τα στοιχεία για τους λογαριασμούς των Ελλήνων και θα τα αποστείλουν στις αντίστοιχες υπηρεσίες της Ελλάδας, ενώ η χώρα μας θα πράξει το αντιστρόφως ανάλογο.
Ετσι, μέσα στο 2017 οι ελληνικές φορολογικές αρχές θα έχουν στη διάθεσή τους στοιχεία για τους λογαριασμούς Ελλήνων στο εξωτερικό, τα οποία θα αξιοποιηθούν για τον εντοπισμό της φοροδιαφυγής και την επιβολή του αντίστοιχου φόρου και των προστίμων.
Στην Ελλάδα μετά το 2010, λόγω της ανασφάλειας σχετικά με το Grexit, υπήρξε μαζική μεταφορά καταθέσεων στο εξωτερικό, που υπολογίζεται σε τουλάχιστον 50-60 δισ. ευρώ.
Σε αυτά περιλαμβάνονται χρήματα πλουσίων και φοροφυγάδων, αλλά όχι μόνο, καθώς την εποχή εκείνη πολλοί μεσαίοι καταθέτες έστειλαν χρήματα στο εξωτερικό.
Αρκετοί μάλιστα έπαιρναν το αεροπλάνο για να καταθέσουν 50.000 και 100.000 ευρώ σε ευρωπαϊκές χώρες. Γίνονταν βέβαια και καταθέσεις πολύ μεγαλύτερου ύψους.
Είναι γνωστό ότι την εποχή εκείνη ξένες τράπεζες είχαν νοικιάσει σουίτες σε κεντρικά ξενοδοχεία της Αθήνας και άλλων πόλεων και υποδέχονταν επί τόπου τους καταθέτες, ενώ σε ορισμένα ελβετικά αεροδρόμια οι τράπεζες είχαν δημιουργήσει θυρίδες στον χώρο του transit για να ανοίγουν τον λογαριασμό επί τόπου, προτού καν ο καταθέτης περάσει τον έλεγχο των διαβατηρίων.
Και βέβαια στο εξωτερικό υπάρχουν αρκετές καταθέσεις από παλιότερες εποχές, των οποίων ουδείς γνωρίζει το ακριβές ποσό, αλλά κατά καιρούς έχουν γίνει εκτιμήσεις που ξεκινούν από 100 δισ. και φτάνουν μέχρι το -ίσως υπερβολικό- ποσό των 300 δισ. ευρώ.
Τα στοιχεία για τους κατόχους των χρημάτων αυτών, εφόσον βρίσκονται σε τράπεζες, θα αρχίσουν να έρχονται στην κατοχή των ελληνικών φορολογικών αρχών από το 2017 και θα αξιοποιηθούν από την Εφορία.
Καταρχάς θα διασταυρωθούν με τις φορολογικές δηλώσεις και θα αποτελέσουν τη βάση για να διεξαχθούν έλεγχοι ώστε να εντοπιστεί χρήμα που δεν έχει φορολογηθεί.
Εφόσον προκύπτει ζήτημα από τα στοιχεία που θα έχουν αποσταλεί αυτόματα στο πλαίσιο της διαδικασίας CRS, θα μπορούν να ζητηθούν και αναλυτικά οι κινήσεις του λογαριασμού από την ξένη τράπεζα.
Εάν προκύπτουν διαφορές ανάμεσα στα τραπεζικά στοιχεία και τα δεδομένα των φορολογικών δηλώσεων, ο φορολογούμενος θα καλείται να προσκομίσει αναλυτικά στοιχεία για τα προηγούμενα έτη έτσι ώστε να δικαιολογήσει τα ποσά.
Θεωρητικά, εφόσον ο καταθέτης έχει δηλώσει τα χρήματα στο παρελθόν στη φορολογική του δήλωση ή μπορεί να αποδείξει ότι έχουν φορολογηθεί δεν έχει να φοβάται τίποτα.
Ωστόσο, υπάρχει ένα ζήτημα που συνδέεται με το βάρος της απόδειξης, καθώς σε πολλές περιπτώσεις τα χρήματα μπορεί να έχουν φορολογηθεί στο παρελθόν αλλά ο φορολογούμενος να μην έχει διατηρήσει τα αποδεικτικά στοιχεία, ενώ η διαδικασία ανάκτησης παλιών αποδείξεων για εισοδήματα προηγουμένων ετών ή και δεκαετιών μπορεί να αποδειχθεί πραγματικός γολγοθάς.
Δικηγόρος που ασχολείται με το θέμα μάς έλεγε, για παράδειγμα, ότι οι ελβετικές τράπεζες δεν κρατούν στοιχεία πριν το 2000, επομένως για επενδυτές που είχαν από παλιά λογαριασμούς εκεί και «αυγάτισαν» τα χρήματα με διαδοχικές επενδύσεις σε μετοχές ή άλλα χρεόγραφα δεν υπάρχουν τα απαραίτητα στοιχεία για να πιστοποιηθούν τα νομίμως κτηθέντα και ήδη φορολογηθέντα κέρδη, εκτός εάν οι ίδιοι έχουν κρατήσει λεπτομερές αρχείο των τελευταίων δεκαετιών. Αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά και καταθέσεις στο εσωτερικό.
Καταθέσεις και Περιουσιολόγιο
Πέρα από το κυνήγι της φοροδιαφυγής, όμως, τα νέα δεδομένα θα τροφοδοτήσουν και το υπό σύσταση Περιουσιολόγιο, καθώς οι φορολογούμενοι θα έχουν την υποχρέωση να περιλάβουν σε αυτό όλες τις καταθέσεις τους, οπουδήποτε και αν βρίσκονται.
Σύμφωνα μάλιστα με πηγές που γνωρίζουν τις διαθέσεις της γερμανικής πλευράς, η οποία επιμένει ιδιαίτερα στο κυνήγι των χρημάτων που κατέχουν Ελληνες στο εξωτερικό, οι δανειστές υπολογίζουν ότι σε κάθε περίπτωση μπορούν να εντοπιστούν περισσότερα από 100 δισ. ευρώ φορολογουμένων από τη χώρα μας, καθώς η ανταλλαγή στοιχείων, στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας, διαρκώς εντείνεται μετά την κρίση του 2008 και τις σχετικές αποφάσεις του G20.
Οι ίδιες πηγές έλεγαν ότι στο Βερολίνο συζητούν από το 2010 τις δυνατότητες επιβολής φόρου στο χρήμα των Ελλήνων που βρίσκεται στο εξωτερικό και κατά το παρελθόν είχαν γίνει ορισμένες συζητήσεις, οι οποίες όμως δεν κατέληξαν πουθενά διότι δεν υπήρχε ούτε η τεχνική ούτε η νομική δυνατότητα.
Με τη δημιουργία του Περιουσιολογίου, όμως, πιθανότατα από το 2018 θα δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων η οποία θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επιβληθεί ένας συνολικός φόρος περιουσίας, ο οποίος ενδεχομένως να περιλαμβάνει και τις καταθέσεις.
Οι συγκεκριμένες πηγές θεωρούν δεδομένο ότι 2018, οπότε θα συζητηθεί εκ νέου το ελληνικό ζήτημα, η γερμανική πλευρά θα θέσει το θέμα ενός γενικού φόρου στην περιουσία -και στις καταθέσεις εξωτερικού- έτσι ώστε να ενισχυθούν τα δημόσια έσοδα και να καλύπτονται οι πληρωμές του χρέους.
Πώς θα γίνει η ανταλλαγή στοιχείων
Η ανταλλαγή στοιχείων το 2017 για τις τραπεζικές καταθέσεις, στο πλαίσιο των CRS, θα γίνεται αυτόματα χωρίς να χρειάζεται ειδική αίτηση και θα αφορά τα στοιχεία των λογαριασμών κατά το προηγούμενο έτος, στην προκειμένη περίπτωση για το 2016 για την πρώτη ομάδα χωρών και το 2017 για τη δεύτερη.
Σημειωτέον ότι οι τράπεζες κάθε χώρας ήδη ζητούν από ξένους πελάτες να δηλώσουν τη φορολογική έδρα τους και αν δεν το πράξουν, μπορούν να «συνανάγουν» τη φορολογική έδρα από άλλα στοιχεία, τη διεύθυνση αλληλογραφίας ή τις συχνές συναλλαγές με λογαριασμούς σε άλλη χώρα.
Σύμφωνα με τον γενικό κανόνα, τα στοιχεία που θα καταγράφουν και αποστέλλουν οι τράπεζες θα αφορούν όλες τις μορφές νομικών προσώπων και εταιρειών, ακόμα και offshore που διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία σε τράπεζες, και θα καταγράφονται όλα τα φυσικά πρόσωπα που συνδέονται με αυτά με την έννοια του πραγματικού κατόχου (beneficial owner).
Θα καταγράφονται όλες οι μορφές των trusts και τα περιουσιακά τους στοιχεία και όλα τα φυσικά πρόσωπα που συνδέονται με αυτά, όπως οι διαχειριστές, θεματοφύλακες, financial trustees, settlors, protectors, ανεξάρτητα από το εάν συνδέονται με τη διαχείριση της περιουσίας ή όχι, ακόμα και περιπτώσεις παιδιών που συνδέονται με περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν μπορούν να «αγγίξουν».
Το επόμενο διάστημα θα φανεί στην πράξη πώς θα λειτουργήσει ακριβώς το σύστημα, καθώς είναι η πρώτη φορά που θα εφαρμοστεί.
Δεν έχει διευκρινιστεί ακόμη αν τα στοιχεία που θα καταγραφούν θα αφορούν μια φωτογραφία της στιγμής, δηλαδή το υπόλοιπο του λογαριασμού στην αρχή ή στο τέλος του έτους, ή αν θα καταγραφεί ένας μέσος όρος όλης της χρονιάς.
Ορισμένες τράπεζες του εξωτερικού, πάντως, έχουν ενημερώσει Ελληνες πελάτες τους ότι τα στοιχεία που θα κοινοποιηθούν στη διάρκεια του 2017 θα αφορούν τα υπόλοιπα των λογαριασμών στις 31 Δεκεμβρίου 2016 ή το τελευταίο υπόλοιπο σε περίπτωση που ο λογαριασμός έκλεισε στη διάρκεια του έτους, καθώς και πλήρη ατομικά στοιχεία (διεύθυνση, ημερομηνία γέννησης, αριθμό φορολογικού μητρώου κ.ά.).
Διεθνής τράπεζα που εδρεύει στο Γκέρνσεϊ, για παράδειγμα, έχει ενημερώσει τους πελάτες της ότι θα στείλει μέχρι τις 30 Ιουνίου του 2017 τα στοιχεία με το υπόλοιπο που υπήρχε στον λογαριασμό στις 31 Δεκεμβρίου 2016, ενώ κυπριακές τράπεζες έχουν ειδοποιήσει ότι θα κάνουν το ίδιο μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2017.
Τα στοιχεία αυτά θα ανταλλαγούν αυτόματα, ενώ οι Αρχές θα μπορούν να ζητήσουν στη συνέχεια αναλυτικότερες πληροφορίες (π.χ. κινήσεις λογαριασμών) εφόσον χρειαστεί.