Η μείωση της διεθνής τιμής του πετρελαίου αλλά και η μειωμένη ζήτηση αποτέλεσαν προς ώρας «ασπίδα» για τους καταναλωτές, καθώς απέτρεψαν την μετακύληση του κόστους από τις περυσινές μετατάξεις προϊόντων από το μεσαίο στον αυξημένο ΦΠΑ.
Ωστόσο η «τύχη» των νοικοκυριών δεν θα κρατήσει πολύ. Και αυτό γιατί, όπως εκτιμά η ΤτΕ μπορεί η αύξηση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ΦΠΑ να απορροφηθεί από τις επιχειρήσεις, δεν θα γίνει όμως το ίδιο με τις αυξήσεις στους ειδικούς φόρους που θα πληρωθούν από τους καταναλωτές.
Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που η κεντρική τράπεζα, στην έκθεση που δημοσιοποίησε πρόσφατα τοποθετεί την αύξηση των έμμεσων φόρων ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την οικονομία.
«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος συνδέεται με την υπερβολική, κατά την άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος, έμφαση στις αυξήσεις φόρων που αποφασίστηκε στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης, για να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό της περιόδου 2016-2018. Μια μεγαλύτερη του αναμενομένου υφεσιακή επίπτωση του αυξημένου φορολογικού βάρους θα είχε ως δευτερογενή
επίδραση την απόκλιση των δημοσιονομικών στόχων για τα έσοδα», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, πέρυσι οι πληθωριστικές πιέσεις εντάθηκαν κυρίως από τον Αύγουστο του 2015, συμπίπτοντας χρονικά με τη μετάταξη σημαντικού αριθμού επεξεργασμένων κυρίως τροφίμων αλλά και υπηρεσιών από το μειωμένο συντελεστή (13%) στον κανονικό συντελεστή (23%). Οι αυξήσεις στους έμμεσους φόρους συνέβαλαν στην αποκλιμάκωση του αποπληθωρισμού και στην καταγραφή θετικών ετήσιων ρυθμών μεταβολής του μέσου επιπέδου των τιμών το
Δεκέμβριο του 2015 (+0,4%) και το Φεβρουάριο του 2016 (+0,1%).
Παρατηρήθηκαν όμως χαμηλά ποσοστά μετακύλισης στις τελικές τιμές καταναλωτή από τις αυξήσεις στην έμμεση φορολογία, τα οποία στο γενικό πληθωρισμό εκτιμώνται γύρω στο 34%. Αυτά τα χαμηλά ποσοστά μετακύλισης, σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, αντανακλούν την υποτονική ζήτηση στην οικονομία που επανήλθε σε ύφεση και κυρίως τις χαμηλές διεθνείς τιμές του πετρελαίου.
Όπως μάλιστα αναφέρει η ευεργετική επίδραση της πτώσης των διεθνών τιμών του πετρελαίου στο ενεργειακό κόστος και στο κόστος μεταφορών δίνει, κατά τα τελευταία δύο χρόνια περίπου, ανάσα στις επιχειρήσεις και τη δυνατότητα να απορροφήσουν σημαντικό μέρος των πολλαπλών αυξήσεων στην έμμεση φορολογία.
Τι θα γίνει τώρα
Η ΤτΕ εκτιμά ότι αύξηση του κανονικού συντελεστή του ΦΠΑ από το 23% στο 24% που επιβλήθηκε από την 1η Ιουνίου θα απορροφηθεί από τις επιχειρήσεις σε μεγάλο ποσοστό. Δεν θα μετακυλιστεί δηλαδή στις τελικές τιμές καταναλωτή στην πλήρη της διάσταση.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο με τις αυξήσεις στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε καύσιμα, καπνό, οινοπνευματώδη ποτά κ.λπ. θα επιβαρύνουν πληθωριστικά και για μια ακόμη φορά θα ωθήσουν το γενικό πληθωρισμό προς θετικό έδαφος.
Σωτήρια η μείωση των τιμών πετρελαίου
Τα τελευταία δύο περίπου χρόνια, σημειώνει η ΤτΕ οι καταναλωτές και οι εγχώριες επιχειρήσεις έχουν ευεργετηθεί από τις χαμηλές διεθνείς τιμές του πετρελαίου. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, η μείωση των τιμών και η πτώση του μοναδιαίου κόστους εργασίας έχουν συμπιέσει το κόστος παραγωγής.
Ως εκ τούτου, συμπληρώνει, δύνανται να απορροφήσουν μεγάλο μέρος των αυξήσεων στην έμμεση φορολογία και να μην τις μετακυλίσουν στους καταναλωτές. Αυτό παρατηρήθηκε έντονα με τις αυξήσεις των συντελεστών ΦΠΑ που έλαβαν χώρα τον Ιούλιο του 2015 και που, συγκρινόμενες με παρόμοιες αυξήσεις στο παρελθόν (όπως π.χ. το Μάρτιο και τον Ιούλιο του 2010 αλλά και τον Ιανουάριο του 2011), παρουσίασαν υψηλότερα ποσοστά απορρόφησης από τις επιχειρήσεις. Έτσι, ουσιαστικά, η μείωση των τιμών του πετρελαίου έχει μια δευτερογενή επίδραση στις τιμές, μέσω της δυνατότητας που παρέχει στις επιχειρήσεις να απορροφήσουν μέρος των αυξήσεων του ΦΠΑ.