Την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στο ελληνικό πρόγραμμα και την αποτελεσματική διαχείριση των κόκκινων δανείων θέτει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) ως προϋποθέσεις για την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
«Κατόπιν της επιτυχημένης ολοκλήρωσης της αξιολόγησης του προγράμματος χρηματοδοτικής διευκόλυνσης της χώρας από τους πιστωτές της, και στη συνέχεια της επανένταξης των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το ευρωσύστημα εξασφαλίσεις, κύρια παράμετρο για την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών αποτελεί η εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει το ελληνικό πρόγραμμα», αναφέρεται σε μελέτη της για την επισκόπηση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστηματος.
Κατά την ΤτΕ, αυτό θα επιτρέψει την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των καταθετών, επιταχύνοντας την επιστροφή των καταθέσεών τους, καθώς και τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
«Όλα τα παραπάνω», συμπληρώνεται, «θα συμβάλουν στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών και ακολούθως στη διοχέτευση πιστώσεων στην πραγματική οικονομία, γεγονός που θα τονώσει την οικονομική ανάπτυξη».
Σημαντική παράμετρος για την περαιτέρω χαλάρωση των υφιστάμενων περιορισμών είναι, πάντα βάσει της μελέτης, και η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που «θα διευκολύνει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα, στηρίζοντας τις κερδοφόρες και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις».
Επίσης, η επαναφορά της επιλεξιμότητας των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, θα συμβάλει στην αύξηση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, μειώνοντας το κόστος χρηματοδότησής τους και την εξάρτησή τους από τον Έκτακτο Μηχανισμό Ρευστότητας (ELA).
«Η ύπαρξη περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, δημιουργεί στρεβλώσεις στην επιχειρηματική λειτουργία και αποτελεί τροχοπέδη για την προσέλκυση νέων επενδύσεων», συμπληρώνεται στην μελέτη, αν και τονίζεται ότι η πλήρης άρση τους θα πρέπει να γίνει σταδιακά, με σταθερά βήματα και εφόσον έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Σε αντίθετη περίπτωση, οι συνέπειες, τόσο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όσο και για την οικονομία, ενδέχεται να είναι εξαιρετικά δυσμενείς, καταλήγει η μελέτη.